Approaches to measuring schooling value
Ημερομηνία
2011-05Συγγραφέας
Andreou, Sophia N.Advisor
Pashardes, PanosΕκδότης
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης / University of Cyprus, Faculty of Economics and ManagementPlace of publication
CyprusGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η διδακτορική αυτή διατριβή επικεντρώνεται σε τρεις διαφορετικές έρευνες.
Η πρώτη έρευνα μελετά πώς ο νέος δείκτης ποιότητας των σχολείων, γνωστός ως «Contextual Value Added (CVA) Indicator», επηρεάζει τις αξίες των σπιτιών σε περιοχές όπου υπάρχουν σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Αγγλία. Η εμπειρική ανάλυση στηρίζεται σε αγγλικά στοιχεία τα οποία προέρχονται από τρεις νέες και ανεξάρτητες πηγές οι οποίες δεν έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα για τη μελέτη του θέματος αυτού. Η ανάλυση δείχνει ότι ο παράγοντας «score» του δείκτη αυτού έχει θετική και στατιστικά σημαντική επίδραση στις τιμές των σπιτιών και στα δύο επίπεδα εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια), ενώ ο «non-score» παράγοντας του δείκτη έχει σημαντική αλλά αρνητική επίδραση μόνο στην περίπτωση των σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά, η επίδραση του CVA και των επιμέρους στοιχείων του στις τιμές των σπιτιών διαφέρει ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο πραγματοποιείται η ανάλυση (level of spatial aggregation), υποθέτοντας περισσότερη θετική επίδραση μεταξύ από ότι εντός των Local Authorities.
Η δεύτερη έρευνα προτείνει μία νέα μέθοδο η οποία στηρίζεται στην ανάλυση ζήτησης του καταναλωτή, με στόχο να εξετάσει την εμπειρική σχέση μεταξύ των αξιών των σπιτιών και την πρόσβαση των νοικοκυριών σε ψηλό επίπεδο δημόσιας εκπαίδευσης για τα παιδιά τους. Η προτεινόμενη μέθοδος επιτρέπει τα συνδυασμένα έξοδα για στέγη και εκπαίδευση από νοικοκυριά τα οποία έχουν παιδιά που φοιτούν σε δημόσια σχολεία, να κατανεμηθούν στα επιμέρους μέρη έτσι ώστε η επίδραση της ποιότητας των σχολείων στις τιμές των σπιτιών να εκτιμηθεί από στοιχεία Έρευνας Οικογενειακού Προϋπολογισμού. Η αδυναμία εφαρμογής της «hedonic» ανάλυσης αντιμετωπίζεται με τη χρήση αυτής της μεθόδου όπου δεν χρειάζεται καμία πληροφορία για την περιοχή στην οποία διαμένει το νοικοκυριό, πληροφορία η οποία είναι εμπιστευτική σε έρευνες όπως αυτή του Οικογενειακού Προϋπολογισμού. Η εμπειρική ανάλυση στηρίζεται σε αγγλικά στοιχεία για την περίοδο 1994-1997 και δείχνει ότι τα μη παρατηρούμενα έξοδα που αφορούν την εκπαίδευση έχουν θετική και στατιστικά σημαντική επίδραση στα από κοινού έξοδα για στέγη και εκπαίδευση, με τη σχετική τιμή της εκπαίδευσης-στέγης να κυμαίνεται μεταξύ 0.4-2.
Η τρίτη και τελευταία έρευνα έχει ως στόχο την κατασκευή ενός χρηματικού δείκτη ικανοποίησης του οφέλους που απορρέει από την κρατική εκπαίδευση όταν τα νοικοκυριά μπορούν να συμπληρώσουν την ελάχιστη εκπαίδευση που παρέχεται δωρεάν από το κράτος με πρόσθετη εκπαίδευση που αγοράζεται μέσω της απόκτησης στέγης σε περιοχές υψηλής ποιότητας δημόσιων σχολείων. Προτείνει τρόπους για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες μοντελοποίησης της συμπεριφοράς των νοικοκυριών που προκύπτουν από την κοινή κατανάλωση στέγης και εκπαίδευσης προκειμένου να επιτευχθεί ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σύστημα ζήτησης όπου ο χρηματικός δείκτης ικανοποίησης μπορεί να υπολογιστεί από εύκολα διαθέσιμα στοιχεία (και συγκρίσιμα με άλλες χώρες), όπως αυτά από τις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών. Η εμπειρική ανάλυση, βασισμένη σε αγγλικά στοιχεία για την περίοδο 2001-2007, δείχνει ότι οι οικογένειες με παιδιά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση απολαμβάνουν ένα μεγάλο όφελος από την κρατική παροχή εκπαίδευσης, εντούτοις, το ίδιο δεν φαίνεται να ισχύει για τις οικογένειες με παιδιά που φοιτούν στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Τέλος, η διατριβή αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση τόσο σε εμπειρικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο για να εξηγήσει/ερμηνεύσει αποτελέσματα σύγχρονων εκπαιδευτικών πολιτικών. This PhD thesis consists of three different parts.
The first part investigates how the newly introduced Contextual Value Added (CVA) indicator of school quality affects house prices in the catchment area of primary and secondary schools in England. The empirical analysis, based on data drawn from three independent and previously unexplored UK data sources, shows that the score component of CVA is positively associated with house prices at both primary and secondary levels of education; while the non-score component of this school quality indicator has a significant negative association with house prices, but only in the analysis of secondary school data. Furthermore, the effect of CVA and its score and non-score components on house prices also varies with the level of spatial aggregation at which empirical investigation is pursued, assuming a more ‘positive’ role between rather than within Local Authorities (LAs).
The second part of the thesis proposes an approach based on the notion of separability and uses a two-stage budgeting consumer demand analysis for the investigation of the empirical relationship between the composite education-and-housing expenditure and the education component in order to estimate the relative price of the education to housing. No information about the location of households is needed; thereby the inability to apply hedonic methods in countries like the UK, where this information is considered confidential is circumvented. The empirical analysis draws on UK FES data over the period 1994-1997 and shows that the education component has a positive and significant effect on the composite education-and housing commodity, with a magnitude of a relative price of two components (education in relation to housing) to range between 0.4 to 2.
The third part of the thesis attempts to construct a money metric of the benefit derived from state schooling when households can supplement the 'minimum' education provided free of charge with additional education purchased through acquiring accommodation in the catchment area of a high quality state school. It suggests ways to circumvent difficulties in modeling household behaviour arising from joint housing-education consumption in order to reach a complete demand system, where the proposed money metric can be estimated from data readily available in household expenditure surveys. The empirical analysis based on UK EFS data over the period 2001-2007, shows that households with children in private education enjoy a large benefit from free state schooling; however, the same is not true for households with children in secondary education.
The present thesis can serve as an empirical but also as a theoretical tool for exploring issues pertaining to current educational policies.