The differences between self-reported and measured height and weight : detection, examination and manipulation
Προβολή/ Open
Ημερομηνία
2020-05Συγγραφέας
Kkeli, Natalie K.Εκδότης
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής / University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and EducationPlace of publication
CyprusGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Οι απαντήσεις σε δηλώσεις αυτο-αναφοράς θα πρέπει να περιγράφουν τα χαρακτηριστικά των ερωτηθέντων με ακρίβεια. Η ακρίβεια των αυτο-αναφορών εξετάζεται με τη μέτρηση του βαθμού συμφωνίας τους με τις πραγματικές μετρήσεις, όπου αυτό είναι εφικτό. Προηγούμενες έρευνες εντόπισαν διαφορές μεταξύ αυτο-αναφορών και πραγματικών μετρήσεων ύψους και βάρους. Εντούτοις, τα εμπειρικά ευρήματα είναι ασαφή και οι παράγοντες που σχετίζονται με εσφαλμένες αναφορές έχουν εξεταστεί μεμονωμένα. Η παρούσα διατριβή εξετάζει την ακρίβεια αυτο-αναφορών ύψους και βάρους χρησιμοποιώντας αντιπροσωπευτικά, συμπτωματικά, και κλινικά δείγματα, δευτερογενείς και πρωτογενείς βάσεις δεδομένων, συσχετιστικές και πειραματικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις για ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Χρησιμοποιώντας ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ηλικιωμένων από την έρευνα Health and Retirement Study (HRS) στις ΗΠΑ, η πρώτη μελέτη έδειξε ότι κατά μέσο όρο το ύψος υπερεκτιμήθηκε και το βάρος υποεκτιμήθηκε στις αυτο-αναφορές. Οι άντρες υπερεκτίμησαν το ύψος τους περισσότερο από τις γυναίκες, και οι γυναίκες υποεκτίμησαν το βάρος τους περισσότερο από τους άντρες. Βρέθηκε επίσης περισσότερη υπερεκτίμηση του ύψους και λιγότερη υποεκτίμηση του βάρους καθώς τα άτομα μεγαλώνουν ηλικιακά. Χρησιμοποιώντας ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα Ολλανδών από την έρευνα Longitudinal Internet Studies for the Social Sciences (LISS) Panel, η δεύτερη μελέτη έδειξε ότι κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες υποεκτίμησαν το βάρος τους. Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές φύλου. Τα άτομα με υψηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) υποεκτίμησαν το βάρος τους περισσότερο από αυτούς με χαμηλότερο ΔΜΣ, και η υποεκτίμηση του βάρους βρέθηκε να είναι πιο έντονη σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Τέλος, βρέθηκε ότι οι συμμετέχοντες δήλωναν με περισσότερη ακρίβεια το βάρος τους αν είχαν προηγηθεί συχνές μετρήσεις του βάρους.
Η τρίτη μελέτη εξέτασε την ακρίβεια των αυτο-αναφορών του ύψους και βάρους σε ενήλικες με διαβήτη τύπου 1 με ή χωρίς διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά. Εξ όσων γνωρίζουμε, η παρούσα μελέτη εξέτασε για πρώτη φορά την ακρίβεια των αυτο-αναφορών ύψους και βάρους σε τέτοιο δείγμα. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες υποεκτίμησαν το ύψος και το βάρος τους. Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων και των φύλων. Χρησιμοποιώντας ένα δείγμα γυναικών που είχαν διαγνωστεί με ανορεξία και ανέκτησαν το βάρος τους, και μια ομάδα ελέγχου, η τέταρτη μελέτη έδειξε ότι κατά μέσο όρο οι συμμετέχουσες υπερεκτίμησαν το ύψος και υποεκτίμησαν το βάρος τους. Το κλινικό δείγμα δεν διέφερε σημαντικά από την ομάδα ελέγχου στις αυτο-αναφορές.
Η πέμπτη μελέτη εξέτασε την ακρίβεια των αυτο-αναφορών του ύψους και βάρους με χειρισμό ως προς την πληροφόρηση για επικείμενες μετρήσεις σε ένα δείγμα φοιτητών από δύο τοπικά πανεπιστήμια. Μια ομάδα από το δείγμα ενημερώθηκαν ότι θα ακολουθήσουν μετρήσεις μετά από τις αυτο-αναφορές, ενώ στην άλλη ομάδα δεν ενημερώθηκαν. Το φύλο, η δυσαρέσκεια σώματος, το ρίσκο για διατροφικές διαταραχές, η επιθυμία για κοινωνική αποδοχή, ο φόβος αρνητικής αξιολόγησης, και το πόσο συχνά και πρόσφατα μετρήθηκαν καταγράφηκαν. Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που χειρίστηκε τη γνώση των πραγματικών μετρήσεων ελέγχοντας τις συγκεκριμένες μεταβλητές. Η ομάδα που ενημερώθηκε ότι θα πραγματοποιηθούν μετρήσεις ήταν πιο ακριβής στις αυτο-αναφορές του βάρους σε σύγκριση με την ομάδα που δεν ενημερώθηκε. Οι δύο ομάδες δεν διέφεραν στατιστικά σημαντικά στις αυτο-αναφορές του ύψους.
Στα διαφορετικά δείγματα που εξετάστηκαν, βρέθηκαν συγκλίσεις ως προς την ανακρίβεια στις αυτο-αναφορές ύψους και βάρους, με μεγαλύτερα μεγέθη επίδρασης στις αυτο-αναφορές ύψους. Οι ερευνητές και επαγγελματίες υγείας χρειάζεται να λαμβάνουν υπ᾽όψιν τους αυτές τις ανακρίβειες. Συστάσεις ως προς τις προσεγγίσεις που θα μπορούσαν να μειώσουν το σφάλμα αναφοράς γίνονται στη διατριβή. Τα ευρήματα της παρούσας διατριβής θα μπορούσαν να έχουν κλινικές εφαρμογές, καθώς και γενικότερη εφαρμογή στην έρευνα με ερωτηματολόγια αυτο-αναφοράς. The answers of respondents in self-reports should describe their characteristics in an accurate way. The accuracy of self-reports is examined by measuring how closely they agree with actual measurements, where these are possible. Previous research has suggested that there are differences between self-reports and measurements of height and weight. Nevertheless, empirical findings are inconclusive and the determinants of misreporting have been examined in isolation. The present dissertation examines the accuracy of self-reports of height and weight using representative, convenience and clinical samples, original data and secondary databases, correlational and experimental approaches for an integrated treatment of the problem.
Using a representative sample of older adults from the Health and Retirement Study (HRS) in the US, Study 1 demonstrated that height was on average overestimated and weight was underestimated in self-reports. Males overestimated their height more than females, and females underestimated their weight more than males. The overestimation of height was found to be larger, and the underestimation of weight to be less pronounced as individuals get older. Using a representative sample of Dutch individuals from the Longitudinal Internet Studies for the Social Sciences (LISS) Panel, Study 2 suggested that on average participants underestimated their weight. No significant gender differences were found. Individuals with higher Body Mass Index (BMI) underestimated their weight more than those with lower BMI, and the underestimation of weight was larger as individuals get older. Lastly, it was found that participants were more accurate reporters of their weight after frequent weighing.
Study 3 examined the accuracy of self-reports of height and weight among adults with type 1 diabetes with and without disordered eating symptomatology. To our knowledge, this is the first study that examined the accuracy of self-reports of height and weight in this sample. On average, participants underestimated their height and weight. No significant group and gender differences were found. Using a sample with females who have been weight-restored from anorexia nervosa and healthy controls, Study 4 suggested that height was on average overestimated and weight was underestimated. The clinical sample did not significantly differ from controls in self-reports.
Study 5 examined the accuracy of self-reports of height and weight by manipulating the awareness of impending actual measurements in a convenience sample of students from two local universities. One group in the sample was informed that measurements would follow after the self-reports, while the other group was not informed. Gender, body dissatisfaction, eating disorder risk, social desirability, fear of negative evaluation, frequency and recency of measurements were recorded. This is the first study that manipulated the awareness of actual measurements controlling for these specific variables. The informed group was more accurate on self-reports of weight compared to the uninformed group. The two groups did not significantly differ in height reporting.
The findings support that self-reports of height and weight are inaccurate in the different samples being examined with larger effect sizes in self-reports of height. Researchers and health professionals need to consider these inaccuracies. Recommendations for approaches that could reduce the reporting error are provided in the dissertation. The findings of the present dissertation could have implications for clinical practice and for research with self-report instruments.