Διαφοροποιημένη συνδιδασκαλία για την ενιαία εκπαίδευση: Κατανοώντας την πορεία προς την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και την ακαδημαϊκή και κοινωνική βελτίωση των μαθητών και μαθητριών
Ημερομηνία
2021-12Συγγραφέας
Πολυδώρου, Αιμιλία Α.Εκδότης
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής / University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and EducationPlace of publication
ΚύπροςGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην ενιαία εκπαίδευση, δηλαδή το δικαίωμα για παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης μαζί με τους συνομηλίκους του μέσα στη γενική τάξη. Η συνδιδασκαλία, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, δίνει την ευκαιρία στους γενικούς και ειδικούς εκπαιδευτικούς να συνεργαστούν σε επίπεδο προγραμματισμού, εφαρμογής και αξιολόγησης, ώστε να εντοπίσουν τις ανάγκες των μαθητών/τριών τους και να προσαρμόσουν κατάλληλα τη διδασκαλία τους, με απώτερο σκοπό να αυξήσουν τις ευκαιρίες πρόσβασης και να βελτιώσουν την επίδοση όλων στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Οι διαφορετικές γνώσεις που κατέχουν, λόγω διαφορετικών σπουδών και εμπειριών, συμβάλλουν στην παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης μέσα από τη διαφοροποιημένη διδασκαλία προς όφελος όλων των μαθητών/τριών, η οποία μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην ενιαία εκπαίδευση. Στη βιβλιογραφία αναφέρονται διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί η συνδιδασκαλία, αλλά η συγκεκριμένη διατριβή υιοθετεί την προσέγγιση με τη μέγιστη αλληλεπίδραση των εκπαιδευτικών σε όλα τα στάδια της διδασκαλίας (προγραμματισμό, εφαρμογή και αξιολόγηση).
Στο πλαίσιο της διατριβής εκπονήθηκε έρευνα δράσης, η οποία σχεδιάστηκε για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ έρευνας, θεωρίας και πράξης. Τα ερευνητικά ερωτήματα ήταν τα εξής: (1) Πώς η διαφοροποιημένη διδασκαλία μπορεί να αξιοποιηθεί για τον σχεδιασμό και εφαρμογή συνδιδασκαλιών στη Β’ δημοτικού στο δημόσιο σχολείο της Κύπρου; (2) Πώς η συνδιδασκαλία γενικής και ειδικής εκπαιδευτικού, η οποία στηρίζεται στις αρχές της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, συμβάλλει στην ακαδημαϊκή και κοινωνική βελτίωση όλων των μαθητών/τριών; (3) Πώς η αλληλεπίδραση γενικής και ειδικής εκπαιδευτικού κατά τη συνδιδασκαλία, η οποία στηρίζεται στις αρχές της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, εμπλουτίζει τις γνώσεις, στάσεις και δεξιότητές τους και συμβάλλει στην επαγγελματική τους ανάπτυξη; Στην έρευνα συμμετείχαν δύο εκπαιδευτικοί, μία γενική εκπαιδευτικός και μία ειδική εκπαιδευτικός (η οποία ήταν και η ερευνήτρια). Το πρόγραμμα διήρκησε 4 μήνες, στη διάρκεια των οποίων οι δύο εκπαιδευτικοί αλληλεπιδρούσαν καθημερινά. Στο διάστημα αυτό, σχεδίασαν και υλοποίησαν 11 διαφοροποιημένα μαθήματα συνδιδασκαλίας, ογδόντα λεπτών το καθένα, στο γνωστικό αντικείμενο των Ελληνικών. Τα μαθήματα εφαρμόστηκαν σε μία Β’ τάξη ενός δημόσιου δημοτικού σχολείου της Λευκωσίας, η οποία αποτελούνταν από 21 μαθητές/τριες (11 αγόρια και 10 κορίτσια). Τα δεδομένα συλλέχθηκαν τόσο από τις εκπαιδευτικούς (σχέδια μαθήματος, ηχογραφημένες συζητήσεις για προγραμματισμό και ανατροφοδότηση, ημερολόγια, λίστα αυτοαξιολόγησης), όσο και από τους/τις μαθητές/τριες (βιντεοσκόπηση μαθημάτων, ατομικές συνεντεύξεις, αξιολογήσεις ενδιαφερόντων και μαθησιακού στυλ, αρχικό και τελικό δοκίμιο αξιολόγησης μαθησιακού επιπέδου στο γνωστικό αντικείμενο των ελληνικών, αρχικό και τελικό κοινωνιόγραμμα). Έγινε ανάλυση περιεχομένου και αξιοποιήθηκε το λογισμικό ATLAS.ti.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η συνδιδασκαλία, μέσα από την αξιοποίηση της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, βοήθησε στην ανάπτυξη μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών. Όσον αφορά στους/στις μαθητές/τριες, διαφάνηκε βελτίωση στον ακαδημαϊκό τομέα (επίπεδο ετοιμότητας, αυτοπεποίθηση, εξατομικευμένη εργασία, συμμετοχή, χρόνος συγκέντρωσης, ταχύτητα) και στον κοινωνικό τομέα (διαπροσωπικές σχέσεις, συμπεριφορά, συνεργασία στις ομάδες). Όσον αφορά στους/στις εκπαιδευτικούς, παρουσιάστηκαν αλλαγές στις γνώσεις (εμπλουτισμός τεχνικών διδασκαλίας, ανταλλαγή ιδεών, υλικού και σημειώσεων από επιμορφώσεις, αξιοποίηση ποικιλίας περιεχομένου/ πηγών/ υλικού, επαφή με παλιό και νέο αναλυτικό πρόγραμμα, αξιοποίηση διαφοροποιημένης διδασκαλίας), στις δεξιότητες (ως προς τη διαχείριση και οργάνωση της σχολικής τάξης και ως προς την οργάνωση του μαθήματος) και στις στάσεις (δικτύωση με άλλα άτομα, διαλλακτικότητα, κριτική, αυτοκριτική, συμβιβασμός, ισότητα, εμπιστοσύνη, σεβασμός, εκτίμηση, αλληλοβοήθεια, επικοινωνία, συνέργεια και αποτελεσματικότητα). Όσον αφορά στη διαφοροποιημένη διδασκαλία, η έρευνα καταλήγει στο ότι για να εφαρμοστεί επιτυχώς πρέπει να υπάρχει αλληλεπίδραση γενικών και ειδικών εκπαιδευτικών κατά τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγησή της και να εφαρμόζεται προς όφελος όλων των μαθητών/τριών της γενικής τάξης.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται η εφαρμογή ενός νέου μοντέλου συνδιδασκαλίας, το οποίο θα ονομάζεται «διαφοροποιημένη συνδιδασκαλία για την ενιαία εκπαίδευση» και θα στηρίζεται στη μέγιστη καθημερινή αλληλεπίδραση γενικών και ειδικών εκπαιδευτικών σε επίπεδο προγραμματισμού, εφαρμογής και αξιολόγησης, μέσα από την αξιοποίηση της διαφοροποιημένης διδασκαλίας στο πλαίσιο της ενιαίας εκπαίδευσης, ώστε να οδηγεί στην πρόοδο των ίδιων των εκπαιδευτικών, αλλά και όλων των μαθητών/τριών στη γενική τάξη (είτε έχουν αναπηρία, είτε όχι). Τα βασικά του χαρακτηριστικά θα πρέπει να είναι: (1) η ύπαρξη πολιτικής για την ενιαία εκπαίδευση (νομοθεσία και κανονισμοί) που να διασφαλίζει την εκπαίδευση όλων των μαθητών/τριών μέσα στη γενική τάξη και όχι έξω από αυτήν, σύμφωνα με το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας, (2) η ύπαρξη αναλυτικού προγράμματος που να σέβεται τις ατομικές διαφορές και να βασίζεται στις αρχές της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, (3) η μαθησιακή και κοινωνική συμμετοχή, η συνεργασία, η πρόοδος και η αποδοχή όλων των μαθητών/τριών, (4) η θεσμοθετημένη καθημερινή εφαρμογή του σε όλες τις γενικές τάξεις όλων των βαθμίδων, (5) η υλοποίησή του από εκπαιδευτικούς που καταρτίζονται, επιμορφώνονται και στηρίζονται και (6) ο από κοινού προγραμματισμός, εφαρμογή και αξιολόγηση της διδασκαλίας μέσα από ποικιλία τεχνικών και μέσων. Η καινοτομία του νέου αυτού μοντέλου είναι ότι συνδέει εμπειρικά την παιδαγωγική για την ενιαία εκπαίδευση, τη συνδιδασκαλία και τη διαφοροποιημένη διδασκαλία, με τρόπο που να φέρνει τους/τις εκπαιδευτικούς ένα βήμα πιο κοντά στην ενιαία εκπαίδευση. Each child has a right to inclusive education, which means that all children have the right to quality education with their peers of the same age in the mainstream classrooms. Co-teaching is recognized as a critical enabler of inclusive practice, as it maximizes the opportunity for teachers to address the wide variety of needs in the mainstream classroom and ensure access for all through differentiated instruction. Co-teaching involves the co-planning, co-instruction and co-assessing between two teachers who interact in the same class. Through this approach, both mainstream and special teachers bring their differing knowledge and skills together. The literature reports different ways in which co-teaching can be organized and conducted, but this thesis adopts the approach with the maximum interaction between the teachers during all the stages of teaching (planning, implementation, evaluation).
The study was an action research designed to bridge the gap between research, theory and practice. The research questions were: (1) To what extend can differentiated instruction be used for the planning and implementation of co-teaching in the 2nd grade of a public primary school in Cyprus? (2) How can co-teaching between a mainstream class teacher and a special education teacher, based on differentiated teaching, contribute in all students’ academic performance and social interaction? (3) How does the interaction between a mainstream class teacher and a special education teacher, working together as co-teachers and employing differentiated teaching, expands their knowledge, attitudes and skills, and contributes to their professional development? ? In this study, the mainstream class teacher and the special education teacher (who was also the researcher) interacted on a daily basis. They developed and implemented eleven differentiated lessons, with a duration of eighty minutes each, in a class with 21 students (11 boys and 10 girls). Both the teachers and students were a convenience sample. Data was collected both from the two teachers and the students. Data from teachers entailed lesson plans, recorded conversations (during planning and evaluation), research diaries, and self-reflection lists upon the completion of the study. Data from students involved observation, video recorded snapshots, and focus group interviews. Data on the academic achievement was collected at the beginning and in the end of the study, through a test on language competence. Content analysis of the data was followed and the software ATLAS.ti was used.
The findings of the study showed that co-teaching has positive impact on students and teachers. As far as students are concerned, there was improvement in academic performance (academic level, speed, participation, time they concentrated, time and kind of personalized help) and social interaction (interpersonal relationships, behavior, conflicts solving and collaboration). In relation to teachers, their ongoing collaboration and planning enhanced knowledge (enrichment of teaching techniques, exchange of ideas, tools and notes from trainings, use of a variety of content, sources and tools, involvement with the old and the new curriculum and attempts to apply differentiated instruction), attitudes (networking with other people, criticism, self-criticism, compromise, equality, trust, respect, appreciation, mutual assistance, comfortable communication, synergy and efficiency) and skills (in terms of the management of the classroom and the organization of the lessons). Finally, we ended up in two new perspectives about differentiated instruction, it can be applied more effectively when the mainstream class teacher and the special teacher collaborate in planning, implementation and assessment of teaching and must be implemented for the benefit of all students in the mainstream class (with disability or not) in a way that leads to inclusive education.
Considering all these findings, the thesis suggests a new model of co-teaching, called “differentiated co-teaching for inclusive education”, in which co-teachers interact to the maximum at all levels - planning, teaching, evaluation of differentiated lessons and use their differing knowledge and skills for the benefit of all students in the mainstream classes. The main characteristics of the model are: (1) a policy for the inclusion of all children in mainstream classes according to social model of disability (2) a curriculum that respects students’ individual differences and it is based on differentiated instruction (3) students’ social participation, collaboration, academic achievement and acceptance, (4) daily implementation in mainstream classes of all school levels, following relevant policy (5) teachers who are efficiently trained and supported (6) teachers who jointly plan, implement and evaluate teaching through a variety of sources and techniques. The innovation of this new model is that it makes connections through inclusion pedagogy, co-teaching and differentiated instruction, in a way that brings us a step closer to inclusion.