A Longitudinal Analysis of Learning, Attention, and Behavioural Difficulties in Young Children: A Multifactorial Developmental Perspective
Date
2023-12Author
Chatzoudi, DialechtiPublisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής / University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and EducationPlace of publication
Nicosia, CyprusGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Developmental dysfunctions refer to a range of neurodevelopmental, emotional, and behavioural deficits that can have significant and long-lasting adverse effects on a child’s well-being. It can be challenging to distinguish among the above dysfunctions in children, mainly because they often coexist. At the same time, early identification of such difficulties is crucial for supporting children with appropriate interventions and preventing further negative impacts. Thus, it is necessary to identify possible indicators that can predict these difficulties and explain their development, manifestation, and co-occurrence. Towards this direction, the current research examined the cognitive, social, and family factors contributing to the emergence of specific learning difficulties in reading and math, attention deficits, and behaviour difficulties (internalizing and externalizing) among young children. A comprehensive theoretical approach was used, combining the Multiple Deficit Model (MDM) and the Developmental Psychopathology (DP) framework.
Method: The current study involved a random sample of 164 Grade 1 students (80 female and 84 male) from regular primary schools in Cyprus. Of those children, around 70% (N = 115) were tested for two consecutive school years (from Grade 1 to Grade 2). An attrition rate (30%) was due to the COVID-19 pandemic restrictions. A wide range of measures was used to cover various systems of analysis at the individual and environmental (family and school) levels. Linguistic, cognitive, and learning assessment tests were administered to children. Their parents and teachers also filled in several questionnaires regarding behavioural and social features of children’s development.
Results: Structural Equation Modeling revealed several significant factors predicting learning, attention, internalizing, and externalizing dysfunctions (Study 1). Self-regulation emerged as a possible significant transdiagnostic factor at Grade 1. Testing a cross-sectional (Time 1-Grade 1) and a longitudinal model (from Time 1-Grade 1 to Time 2-Grade 2) allowed us to identify different patterns of predictions among the above dysfunctions per time point, suggesting different developmental pathways. Further exploration with Regression Commonality Analysis showed the unique and common contributions of the most prominent factors predicting each type of dysfunction (in reading, math, attention, internalizing behaviour, externalizing behaviour) separately, defined at Grade 1 (Study 2). Different combinations of factors and proportions of their contribution were linked to each dysfunction. All five regression models were subsequently tested at Grade 2. Longitudinal results revealed that the total variance (R2) explained by each model was reduced at Time 2, again indicating developmental changes.
Discussion: The study’s findings confirm that multiple factors in various systems of analysis are required to predict and understand developmental dysfunctions among young children. They also underscored that longitudinal investigations are necessary for identifying the complicated developmental patterns of learning, attention, and behavioural difficulties. These results can guide future research and clinical practice on selecting proper assessment procedures and evidence-based prevention and intervention programs for young children. Οι αναπτυξιακές δυσλειτουργίες αναφέρονται σε ένα εύρος νευροαναπτυξιακών, συναισθηματικών, και συμπεριφορικών ελλειμμάτων, που μπορεί να έχουν σημαντικές και μακροχρόνιες δυσμενείς επιδράσεις. Μπορεί να είναι απαιτητικό να διαχωρίσει κανείς τις παραπάνω δυσλειτουργίες στα παιδιά, ιδίως επειδή συχνά συνυπάρχουν. Ταυτόχρονα, η έγκαιρη αναγνώριση αυτών των δυσκολιών είναι καίρια για τη στήριξη των παιδιών με κατάλληλες παρεμβάσεις και την πρόληψη περαιτέρω αρνητικού αντίκτυπου. Για αυτό, υπάρχει ανάγκη να αναγνωριστούν πιθανοί δείκτες που μπορούν να προβλέψουν αυτές τις δυσκολίες και να εξηγήσουν την ανάπτυξη, εκδήλωση, και συννοσηρότητά τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, η παρούσα έρευνα εξέτασε τους γνωστικούς, κοινωνικούς, και οικογενειακούς παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάδυση ειδικών μαθησιακών δυσκολιών στην ανάγνωση και στα μαθηματικά, ελλειμμάτων προσοχής, και συμπεριφορικών δυσκολιών (εσωτερικευμένων και εξωτερικευμένων) σε νεαρά παιδιά. Χρησιμοποιήθηκε μια περιεκτική θεωρητική προσέγγιση, συνδυάζοντας το Μοντέλο Πολλαπλών Ελλειμμάτων και το θεωρητικό πλαίσιο της Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας. Μέθοδος: Η παρούσα μελέτη αξιοποίησε ένα τυχαίο δείγμα 164 μαθητών Α’ Δημοτικού (80 κορίτσια and 84 αγόρια) από τυπικά δημοτικά σχολεία στην Κύπρο. Περίπου το 70% (N = 115) από αυτά τα παιδιά, αξιολογήθηκε για δύο συνεχόμενες σχολικές χρονιές (από την Α’ ως τη Β’ Δημοτικού). Το ποσοστό αποχώρησης από την έρευνα (30%) οφειλόταν κατά κύριο λόγο στους περιορισμούς της πανδημίας COVID-19. Ένα μεγάλο εύρος εργαλείων χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει διάφορα συστήματα ανάλυσης, σε ατομικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Γλωσσικά, γνωστικά, και μαθησιακά τεστ χορηγήθηκαν στα παιδιά. Πολλά ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν επίσης από τους γονείς και τους δασκάλους τους, σχετικά με τα συμπεριφορικά και κοινωνικά στοιχεία της ανάπτυξης των παιδιών. Αποτελέσματα: Μοντέλα Δομικών Εξισώσεων ανέδειξαν τόσο κοινούς όσο και ξεχωριστούς παράγοντες στην πρόβλεψη μαθησιακών, προσοχής, εσωτερικευμένων, και εξωτερικευμένων δυσλειτουργιών. Η αυτορρύθμιση αναδύθηκε ως ένας πιθανός σημαντικός υπερδιαγνωστικός παράγοντας στην Α’ Δημοτικού. Η δοκιμή ενός συγχρονικού (Χρονική στιγμή 1 - Τάξη Α’) και ενός διαχρονικού μοντέλου (από τη Χρονική στιγμή 1 - Τάξη Α’ προς τη Χρονική στιγμή 2 - Τάξη Β’) επέτρεψε τον εντοπισμό διαφορετικών μοτίβων πρόβλεψης μεταξύ των παραπάνω δυσλειουργιών ανά χρονική στιγμή, υποδεικνύοντας διαφορετικά αναπτυξιακά μονοπάτια. Περαιτέρω διερύνηση με Ανάλυση Παλινδρόμησης (Regression Commonality Analysis) έδειξε τις ξεχωριστές και κοινές συνεισφορές των πιο σημαντικών παραγόντων πρόβλεψης της κάθε μορφής δυσλειτουργίας (στην ανάγνωση, μαθηματικά, προσοχή, εσωτερικευμένη συμπεριφορά, εξωτερικευμένη συμπεριφορά) ξεχωριστά, όπως ορίστηκαν στην Α’ Δημοτικού. Διαφορετικοί συνδυασμοί παραγόντων και ποσοστών της συνεισφοράς τους συνδέθηκαν με κάθε δυσλειτουργία. Και τα πέντε μοντέλα παλινδρόμησης δοκιμάστηκαν στη συνέχεια στη Β’ Δημοτικού. Τα διαχρονικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η συνολική διακύμανση (R2) που εξηγήθηκε από κάθε μοντέλο μειώθηκε στη χρονική στιγμή 2, υποδηλώνοντας ξανά αναπτυξιακές αλλαγές. Συζήτηση: Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας επιβεβαιώνουν ότι πολλαπλοί παράγοντες από διάφορα συστήματα ανάλυσης απαιτούνται για την πρόβλεψη και κατανόηση των αναπτυξιακών δυσλειτουργιών σε νεαρά παιδιά. Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι η διαχρονική διερεύνηση είναι σημαντική στην αναγνώριση των περίπλοκων αναπτυξιακών μοτίβων των δυσκολιών μάθησης, προσοχής, και συμπεριφοράς. Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να κατευθύνουν μελλοντικές έρευνες και κλινικά πράξη στην επιλογή κατάλληλων διαδικασιών αξιολόγησης και εμπειρικά τεκμηριωμένων προληπτικών και παρεμβατικών προγραμμάτων για νεαρά παιδιά.
Collections
Cite as
The following license files are associated with this item: