Το πρότυπο του καταναλωτή υπό το πρίσμα των πορισμάτων των συμπεριφορικών επιστημών
View/ Open
Date
2021-12Publisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής / University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and EducationPlace of publication
ΚύπροςGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Ο σκοπός της μελέτης αυτής είναι διττός. Το πρώτο μέρος σκοπό έχει να εξετάσει εάν, υπό το φως των πορισμάτων των συμπεριφορικών επιστημών, το πρότυπο του μέσου καταναλωτή παρέχει στους Eυρωπαίους καταναλωτές το υψηλό επίπεδο προστασίας που κατοχυρώνεται στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Ειδικότερα, η πρώτη και δεύτερη υποενότητα επεξηγούν πως προέκυψε το πρότυπο αυτό, τις αντιλήψεις που πρεσβεύει και τη σχέση του με την πολιτική ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Η τρίτη υποενότητα αντιπαραβάλλει τις αντιλήψεις αυτές με την πραγματική συμπεριφορά των ευρωπαίων καταναλωτών όπως αυτή προκύπτει από τα ευρήματα των συμπεριφορικών επιστημών. Ακολούθως, η τέταρτη υποενότητα επικεντρώνεται στην μέθοδο της υποχρεωτικής γνωστοποίησης πληροφοριών στους καταναλωτές, συζητάει τις αδυναμίες της αλλά και τους λόγους που παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι η επικρατούσα νομοθετική μέθοδος προστασίας των καταναλωτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνεχίζοντας, η πέμπτη υποενότητα ενσκήπτει στις εξαιρέσεις που δημιουργεί η Οδηγία για τις Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές (2005/29/EK) στο καθεστώς του «μέσου καταναλωτή» αποβλέποντας να διαπιστώσει, αν αυτές είναι μια επαρκής ασφαλιστική δικλείδα για την αποτροπή της εκμετάλλευσης όλων των ευάλωτων καταναλωτών. Τέλος, η έκτη υποενότητα λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πτυχές του κανονιστικού προτύπου που αναλυθήκαν προηγουμένως προβαίνει σε μία συνολική αξιολόγηση του προτύπου αυτού.
Το δεύτερο μέρος σκοπό έχει να εισηγηθεί πως θα μπορούσαν οι συμπεριφορικές επιστήμες να χρησιμοποιηθούν για την καλύτερη αντιμετώπιση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών των επιχειρήσεων και παράλληλα να αναδείξει ποια ήταν η μέχρι τώρα συμβολή τους στο πλαίσιο αυτό. Συγκεκριμένα, η πρώτη και δεύτερη υποενότητα επικεντρώνονται στην δυναμική της αξιοποίησης των συμπεριφορικών πορισμάτων πρώτον στη δικαστική ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου και δεύτερον στο αποδεικτικό στάδιο των υποθέσεων αντίστοιχα. Προχωρώντας, η τρίτη υποενότητα πραγματεύεται την ενσωμάτωση συμπεριφορικών πορισμάτων σε ενωσιακά νομοθετήματα προστασίας καταναλωτή, κυρίως στο πλαίσιο των απαιτήσεων υποχρεωτικής παροχής πληροφοριών, τονίζοντας τις υπάρχουσες δυσκολίες και τι μπορεί να γίνει διαφορετικά στο μέλλον.H μελέτη αυτή συμπεραίνει πως το πρότυπο του «μέσου καταναλωτή» αδυνατεί σημαντικά να προσφέρει το απαιτούμενο υψηλό επίπεδο προστασίας στους καταναλωτές και ένας από τους βασικότερους λόγους είναι ότι, παρά τα πορίσματα των συμπεριφορικών επιστημών, το δίκαιο εξακολουθεί, εν πολλοίς, να αναμένει από αυτούς μια συμπεριφορά αυστηρά απαλλαγμένη από τις εγγενείς αδυναμίες της ανθρώπινης διάνοιας. Παράλληλα, συμπεραίνεται ότι οι συμπεριφορικές επιστήμες έχουν την προοπτική να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού επηρεάζοντας την ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, τις αποδείξεις που προσκομίζονται ενώπιον των Δικαστηρίων και τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών νομοθετημάτων για την προστασία του καταναλωτή. Περαιτέρω, η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει ότι έχουν αρχίσει να γίνονται βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά η επιτυχία και συνέχιση της προσπάθειας αυτής εξαρτάται από πολλούς, αστάθμητους παράγοντες, οπόταν η συνεισφορά των συμπεριφορικών επιστημών στο πλαίσιο αυτό θα μπορεί να εκτιμηθεί ολοκληρωμένα μόνο σε ένα μελλοντικό στάδιο. The purpose of this study is twofold. The first part aims to examine whether, in the light of the behavioral sciences’ findings, the average consumer standard provides European consumers with the high level of protection enshrined in the European Treaties. In particular, the first and second subsections explain how this standard emerged, the perceptions it stands for and its relationship to internal market integration policy. The third subsection contrasts these perceptions with the actual behavior of European consumers as it comes to light from the findings of the behavioral sciences. The fourth subsection focuses on the method of mandatory disclosure of information to consumers, discusses its weaknesses and the reasons why it is still the prevailing legislative method of consumer protection at European level. Afterwards, the fifth subsection addresses the exceptions made by the Unfair Commercial Practices Directive (2005/29/EC) to the "average consumer" regime in order to determine whether they are a sufficient safeguard to prevent the exploitation of all vulnerable consumers. Finally, the sixth subsection, taking into account all the aspects of the regulatory standard, which were previously analysed, makes an overall assessment of this standard.
The second part aims to suggest how the behavioral sciences could be used to deal more effectively with the unfair commercial practices of businesses and at the same time to highlight what their contribution has been so far, in this context. Specifically, the first and second subsections focus on the dynamic of employing behavioral findings firstly in the judicial interpretation of the applicable law and secondly on the evidentiary level of the cases respectively. Last but not least, the third subsection deals with the incorporation of behavioral findings into EU consumer protection legislation, mainly in the context of the mandatory information requirements, highlighting the existing difficulties and what can be done differently in the future.
Τhe study concludes that the "average consumer" standard fails significantly to provide the required high level of protection to consumers and one of the main reasons is that, despite the findings of the behavioral sciences, the law still largely expects consumers’ behavior to be strictly unaffected by the inherent weaknesses of the human intellect. At the same time, it is concluded that behavioral sciences have the potential to play a key role in tackling this problem by having an impact on the interpretation of the applicable law, on the evidence presented before the Courts and on the requirements of European consumer protection laws. Furthermore, the study confirms that steps have been taken in this direction, but the success and continuation of this endeavor depends on many, uncertain factors, so the contribution of the behavioral sciences in this context can only be fully appreciated at a later stage.