Η ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας και της εμπορίας του καπνού στα χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878-1960): η κυβερνητική πολιτική, ο γεωργός, ο έμπορος και ο βιομήχανος
View/ Open
Date
2023-07Author
Γεωργίου, Αλίκη Σ.Advisor
Παπαπολυβίου, ΠέτροςPublisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Φιλοσοφική Σχολή / University of Cyprus, Faculty of LettersPlace of publication
ΚύπροςGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Η διατριβή ασχολείται με την ανάπτυξη της καλλιέργειας και εμπορίας του καπνού στα χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878-1960) και εστιάζεται στην κυβερνητική πολιτική που εφαρμόστηκε για την προώθησή της, στους γεωργούς και τους έμπορους που ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια αυτή, καθώς και στους καπνοβιομήχανους.
Το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με την κατάσταση του τομέα της γεωργίας στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, έως τις αρχές τις δεκαετίας του 1920, και παρουσιάζεται ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξε στην ανασύστασή του, όπως και ειδικότερα της καπνοκαλλιέργειας, ο δραστήριος και αποφασιστικός ρόλος του Τμήματος Γεωργίας. Για να μπορέσει να γίνει κατανοητή η αναβίωση του τομέα της καπνοκαλλιέργειας και των πρώτων προσπαθειών που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς και οι εξελίξεις που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, αναμφίβολα απαραίτητη είναι η παρουσίαση της πρωτόγονης κατάστασης στην οποία βρήκαν οι Βρετανοί τη γεωργία του τόπου.
Με το δεύτερο κεφάλαιο αρχίζει η ουσιαστική εξέταση του θέματος. Αρχικά, γίνεται μία σύντομη εισαγωγή για την προέλευση του καπνού, τους τρόπους κατανάλωσής του, τις διάφορες ποικιλίες του, τον ενδεδειγμένο τρόπο καλλιέργειας και επεξεργασίας του, και ειδικότερα, τι ακολουθούνταν στην Κύπρο. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στην καλλιέργεια καπνού κατά την οθωμανική περίοδο και επεξηγούνται οι λόγοι εγκατάλειψής της. Βασικότερος λόγος ήταν το μονοπώλιο της “Régie Co-intérésée des Tabacs de l’ Empire Ottoman”, που υπέβαλλε σε μεγάλες ταλαιπωρίες τον καλλιεργητή. Το μονοπώλιο αυτό έπαψε να ισχύει με την Αγγλοκρατία, αλλά οι κανονισμοί συνέχισαν να εφαρμόζονται με πιο επισταμένο τρόπο εξαιτίας της αποτελεσματικής διοίκησης που μπορούσε να ασκηθεί. Το πλαίσιο που δημιουργούσαν οι νόμοι για τον τομέα επί Τουρκοκρατίας, η βρετανική διοίκηση θεώρησε επωφελές να το διατηρήσει κατά τα πρώτα χρόνια, αφού ο καπνός ήταν ένα υψηλά φορολογούμενο προϊόν, που επέφερε σημαντικά έσοδα στον προϋπολογισμό.
Στο τρίτο κεφάλαιο καταγράφεται και αναλύεται η σταδιακή ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας από τις πρώτες ανεπιτυχείς δοκιμές μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1920. Κατά την περίοδο αυτή παρουσιάζονται οι διακυμάνσεις στην παραγωγή, οι οποίες ήταν άμεσα συνυφασμένες με την εξωτερική ζήτηση του προϊόντος. Το ελπιδοφόρο κλίμα που επικρατούσε διαλύθηκε μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν στις ευρωπαϊκές αγορές άρχισαν να φτάνουν ποιοτικά ανατολικά καπνά από τις φημισμένες καπνοπαραγωγούς χώρες, για να επανέλθει στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Η αύξηση της καλλιεργήσιμης έκτασης και παραγωγής δεν ήταν αποκομμένη τόσο από την αύξηση το 1925 του προνομιακού δασμού, όσο και από τη φροντίδα που επέδειξε το Τμήμα Γεωργίας προς τον τομέα με την πρόσληψη ειδικών. Ο προνομιακός δασμός έδωσε ευκαιρία στα προϊόντα των αυτοκρατορικών αποικιών να έχουν θέση στη βρετανική αγορά και κρίθηκε ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας από τους εμπλεκόμενους στον τομέα για να ασχοληθούν συστηματικότερα με αυτόν. Ένας εξ αυτών ήταν και ο Σύρος επιχειρηματίας Najem Houry, ο οποίος ασχολήθηκε με την καλλιέργεια και επεξεργασία των καπνών Λατάκια.
Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύεται η τροποποίηση του Νόμου περί Καπνού του 1932 για να επιβληθεί το μονοπώλιο στις εξαγωγές καπνού, το οποίο ανέλαβε η βρετανικών συμφερόντων Κυπριακή Εταιρεία Σιγαρέττων. Η επιβολή του μονοπωλίου δεν δυσαρέστησε μόνο τους εμπόρους που έχασαν ένα κομμάτι των δραστηριοτήτων τους, αλλά και τους καλλιεργητές που, λόγω των δυσνόητων για τους ίδιους απαιτήσεων της συμφωνίας για κατηγοριοποίηση των καπνών τους σε ποιότητες, παρέμεναν με τον καπνό τους αδιάθετο. Οι έμποροι, που προηγουμένως αναλάμβαναν αυτό το κομμάτι της εργασίας, δεν αποδέχονταν πλέον να αγοράσουν τα καπνά από τους παραγωγούς εξαιτίας του μεγάλου ρίσκου να απορριφθούν ως ακατάλληλα. Επιπρόσθετα, ούτε η Εταιρεία αποδεχόταν να αναλάβει η ίδια τη ζύμωση και δεματοποίηση των καπνών, για να μην αναλάβει το ρίσκο της τελικής ποιότητας του προϊόντος. Η δραματική ύφεση που υπέστει ο τομέας, οι συσσωρευμένες χαμηλής ποιότητας αδιάθετες ποσότητες καπνού, τα συνεχή αιτήματα διαμαρτυρίας από πλευράς των καλλιεργητών και των εμπόρων έπεισαν την Κυβέρνηση να καταργήσει τη συμφωνία.
Το ζήτημα της κυπριακής καπνοβιομηχανίας αναπτύσσεται στο πέμπτο κεφάλαιο, όπου καταγράφονται οι καταβολές των σημαντικότερων καπνοβιομηχάνων του τόπου. Η κυπριακή καπνοβιομηχανία κατάφερε όχι μόνο να διατηρηθεί στον χρόνο, αλλά επίσης να θεωρηθεί ότι είχε τις δυνατότητες να καλύψει ολόκληρη την εγχώρια ζήτηση και να προσανατολιστεί στον εξαγωγικό τομέα, χωρίς όμως να απολαμβάνει καμία ουσιαστική προνομιακή φορολογική πολιτική. Η έλλειψη καπνού που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου έδωσε ώθηση στην εγχώρια παραγωγή τσιγάρων από κυπριακό καπνό, χωρίς όμως να την καταστήσει αποκλειστικό τροφοδότη της εγχώριας αγοράς, λόγω της προτίμησης προς τα τσιγάρα Βιρτζίνια, τα οποία έφταναν από το εξωτερικό. Η προτίμηση αυτή έγινε προσπάθεια να εξυπηρετηθεί και από τις κυπριακές καπνοβιομηχανίες, οι οποίες άρχισαν να εισάγουν καπνά Βιρτζίνια. Οι κυπριακές καπνοβιομηχανίες κατάφεραν και αυτές να εκσυγχρονιστούν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ανταγωνιστικής αγοράς, που ήθελε μεγάλες ποσότητες με χαμηλό κόστος, εισάγοντας επίσης σύγχρονες σιγαροποιητικές μηχανές. Η μεταστροφή στην αυτοματοποιημένη παραγωγή αναπόφευκτα έφερε αντιδράσεις από τους εργάτες που έχαναν την εργασία τους.
Το τελευταίο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην ανάλυση των αιτημάτων των καλλιεργητών, που αποσκοπούσαν στην αύξηση του εισοδήματός τους. Ωστόσο, το βασικότερό τους αίτημα ήταν η δημιουργία ενός οργανισμού εμπορίας του καπνού σε συνεταιριστική βάση, ο οποίος θα διέθετε τις κατάλληλες αποθήκες για να αναλάβει τη δεματοποίηση και αποθήκευση του καπνού. Αυτό ήταν το κοινό τους πρόβλημα και η κοινή τους επιδίωξη προς τη βρετανική διοίκηση με στόχο την καλυτέρευση του βίου τους.
Συνοψίζοντας, παρά τα προβλήματα και τα σκαμπανεβάσματα που χαρακτήρισαν τον τομέα αυτό από το 1910 έως το 1960, η καπνοκαλλιέργεια κατάφερε να επιβιώσει και να αντέξει μέχρι το τέλος της αγγλικής κατοχής, με αποκορύφωμα την ίδρυση του Συνεργατικού Οργανισμού Καπνοπαραγωγών το 1961. The present thesis explores the cultivation and trade of tobacco during the years of British rule (1878-1960) in Cyprus. It focuses on the governmental policy implemented to promote tobacco cultivation, as well as the involvement of farmers, traders, and tobacco manufacturers in this industry.
The first chapter addresses the status of the agricultural sector during the early years of British rule until the early 1920s. It highlights the crucial role played by the Department of Agriculture in its reconstruction, particularly in the cultivation of tobacco. To comprehend the revival of tobacco cultivation and the initial efforts in this direction, it is essential to present the primitive state in which British authorities found local agriculture.
The second chapter initiates the substantive examination of the subject. It begins with a brief introduction to the origin of tobacco, its consumption, various varieties, suitable cultivation and processing methods, specifically those followed in Cyprus. Simultaneously, it references tobacco cultivation during the Ottoman period, explaining the reasons for its abandonment, notably the monopoly of the “Régie Co-intérésée des Tabacs de l'Empire Ottoman”. While this monopoly ceased with British rule, regulations persisted due to effective administration. The legal framework established during the Ottoman era was deemed beneficial by the British administration in the initial years, as tobacco was a heavily taxed product generating significant revenue.
The third chapter chronicles and analyses the gradual development of tobacco cultivation from the early unsuccessful attempts until the end of the 1920s. It examines production fluctuations linked to external demand. The optimistic climate shifted after World War I when high-quality Eastern tobaccos entered European markets, causing a decline until the late 1920s. The increase in cultivable land and production was influenced by the 1925 preferential duty rate and the Department of Agriculture's support through the employment of experienced cultivators. The preferential duty rate provided an opportunity for imperial products to enter the British market, proving crucial for those engaged in this sector. Notably, entrepreneur Najem Houry from Syria engaged in the cultivation and processing of Latakia tobaccos.
The fourth chapter analyses the modification of the 1932 Tobacco Law to impose a monopoly on tobacco exports, managed by the British-affiliated Cyprus Cigarette Company. The imposition displeased both traders losing part of their activities and cultivators facing difficulties in meeting complex classification requirements. The Government eventually abolished the agreement due to the sector's dramatic decline, accumulated low-quality unusable tobacco quantities, and continuous protests from cultivators and traders.
The fifth chapter delves into the development of the Cypriot tobacco industry, recording contributions from significant local tobacco manufacturers. Despite facing challenges, the Cypriot tobacco industry not only sustained itself over time but also aimed to meet domestic demand and target the export sector. The lack of tobacco during World War II led to the domestic production of cigarettes using Cypriot tobacco. However, this did not make it the exclusive supplier due to a preference for Virginia cigarettes imported from abroad. Cypriot tobacco manufacturers attempted to address this preference by importing Virginia tobaccos. These industries modernized to meet competitive market demands, introducing contemporary cigarette manufacturing machines. The shift to automated production inevitably faced resistance from workers losing their jobs.
The final chapter focuses on analysing farmers' demands, primarily aimed at increasing their income. Their most significant request was the creation of a cooperative tobacco marketing organization with suitable facilities for processing and storing tobacco. This common problem and shared goal were presented to the British administration to improve their livelihoods.
In conclusion, despite the challenges characterising the tobacco sector from 1910 to 1960, including fluctuations, tobacco cultivation managed to survive and endure until the end of British rule, culminating in the establishment of the Cooperative Organization of Tobacco Producers in 1961
Cite as
The following license files are associated with this item: