Εκφοβισμός και παιδιά με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ). Η Θεωρία του Νου και οι αντιλήψεις γονέων και εκπαιδευτικών
View/ Open
Date
2022-06-09Author
Σοφοκλέους, ΝικολέτταAdvisor
Σταυρινίδης, ΠαναγιώτηςPublisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής / University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and EducationPlace of publication
ΚύπροςGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Εισαγωγικά, ο όρος ‘αυτισμός’ ετυμολογείται από την χρήση της λέξης ‘εαυτός΄, σηματοδοτώντας έτσι την αποξένωση του ατόμου από τον ίδιο του τον εαυτό. Αρχικά, ο όρος αυτισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ελβετό ψυχίατρο Eugen Bleuler (1911), κυρίως για να περιγράψει μια σειρά από διάφορες μορφές επικοινωνιακών διαταραχών όπως είναι η σχιζοφρένεια, η απώλεια επικοινωνίας με την πραγματικότητα, η έλλειψη πρωτοβουλίας αλλά και η αδιαφορία προς τον έξω κόσμο. Αργότερα ο αυτισμός, περιγράφηκε για πρώτη φορά ως ξεχωριστό σύνδρομο, σχεδόν ταυτόχρονα από τους Leo Kanner (1943) και Asperger (1944), προκαλώντας το ενδιαφέρον πολλών επιστημονικών κλάδων από τότε.
Η Θεωρία του Νού έχει οριστεί πως αποτελεί την ικανότητα ενός ατόμου στο να μπορεί να αποδίδει νοητικές καταστάσεις, όπως για παράδειγμα οι προθέσεις, οι επιθυμίες αλλά και οι πεποιθήσεις των κοινωνικών συνδιαλλαγών τους. Επιπλέον αναγνωρίστηκε, ως προς την ικανότητα άλλων ατόμων να κατανοούν ότι οι κοινωνικές τους συναναστροφές μπορούν να έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις από τον ίδιο τους τον εαυτό, έτσι ώστε να αποφέυγονται οι μεταξύ τους διαφωνίες (Mitchell, 1996).
Η θυματοποίση και ο εκφοβισμός, ή όπως έγινε γνωστό στον ευρύτερο πληθυσμό; το bullying, θεωρείται ως ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα παγκοσμίως και αναφέρεται αρκετά συχνά και ως θέμα δημόσιας υγείας λόγω και των αρνητικών του αντικτύπων (Gini & Pozzoli, 2009).
Όσο αφορά τον εκφοβισμό, δεν έγκειτε μόνο σε συγκεκριμένες ομάδες ατόμων αλλά παρατηρείτε και σε ευρύτερο φάσμα στον γενικότερο πληθυσμό συμπεριλαμβανόμενου και των ατόμων με αναπηρία και κινητικές δυσκολίες. Ομάδες ατόμων όμως, όπως για παράδειγμα τα παιδιά με ΔΑΦ, βρίσκονται σε μεγαλύτερο βαθμό κινδύνου κατά το φαινόμενο αυτό (Heinrichs, 2003), κατα βάση λόγω της περαιτέρω κοινωνικής τους ανωριμότητας. Στο επίκεντρο των στόχων των θύτων έχουν παρουσιαστεί τρομακτικά ποσοστά παιδιών με ΔΑΦ τα οποία πολλές φορές θεωρούνται ως οι ‘εύκολοι στόχοι΄.
Έντονης και αυξημένης σημασίας χρειάζεται και επιστύνετε να δοθεί και στον όρο των διαπροσωπικών σχέσεων και της φιλίας. Τα παιδιά με ΔΦΑ, έχουν ως κριτήριο διάγνωσης τους την δυσκολία να αναπτύσσουν διαπροσωπικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις με συνομιλήκους, και δύσκολα έχουν εμπλοκή με τους υπολοίπους σε ένα ομαδικό παιχνίδι, αφού κατα κύριο λόγο τείνουν να δείχνουν μια προτίμιση σε πιο δομημένα και με σαφείς κανόνες παιχνίδια, απ’ όπου η αλληλεπίδραση και η ανάγκη επικοινωνίας με του υπολοίπους θα είναι μειωμένη. Συνοχή στα ερευνητικά αποτελέσματα δίνεται από τους (Rowley et al., 2012; Baron-Cohen & Wheelwright,
2003), καθώς οι φιλίες τους όπως είναι επιφανειακές και τις περισσότερες φορές χωρίς εμπάθεια, αλλά και κανένα ψυχολογικό κέρδος το οποίο να διακρίνεται και από τις δύο πλευρές.