Ο κόσμος της κρητικής Βοσκοπούλας : ερμηνευτική προσέγγιση στην αναγεννησιακή λογοτεχνία
Date
2013-11Author
Παφίτη, Μαριάννα Α.Advisor
Πιερής, ΜιχάληςPublisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Φιλοσοφική Σχολή / University of Cyprus, Faculty of LettersPlace of publication
ΚύπροςCyprus
Google Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στην παρουσίαση και ερμηνευτική διερεύνηση της κρητικής Βοσκοπούλας, ποιήματος ανώνυμου δημιουργού το οποίο ανήκει στην εποχή της ακμής της κρητικής Αναγέννησης και το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1627.
Το ποίημα αυτό εξετάζεται τόσο από την οπτική της αφηγηματικής του οργάνωσης όσο και της ιδιαίτερης πλοκής του η οποία παραπέμπει σε μια μεγάλη παράδοση ευρωπαϊκών κειμένων του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Σε συνάρτηση πάντοτε με το ευρωπαϊκό ποιητικό πλαίσιο, στο οποίο το κρητικό ποίημα, παραπέμπει η διατριβή αυτή προσπαθεί να λύσει ερμηνευτικές απορίες που προκαλεί το κείμενο. Αναλογίες και αποκλίσεις από αντίστοιχα κείμενα είναι ο βασικός διερευνητικός άξονας ο οποίος καταλήγει στην πρόταση ότι η Βοσκοπούλα είναι ένα κείμενο μοναδικό στα ελληνικά γράμματα και, παραδόξως, δεν έτυχε της πρέπουσας προσοχής.
Επιπλέον, διερευνάται η σχέση του κρητικού ποιήματος με το ποιμενικό επεισόδιο στον Ερωτόκριτο και υποστηρίζεται η θέση πως ο Κορνάρος γνώριζε ήδη τη Βοσκοπούλα και διαλέγεται μαζί της. Ως προς τις δημώδεις παραλλαγές της Βοσκοπούλας προτείνεται ένας σαφής διαχωρισμός τους σε τρία είδη και προκρίνεται η σημασία μιας συγκεκριμένης παραλλαγής η οποία διασώζει χωρία τα οποία επιλύουν ερμηνευτικά προβλήματα του κειμένου της έκδοσης του 1627. Η συνεξέταση της Βοσκοπούλας με το δημοτικό τραγούδι υποδεικνύει μια ιδιαίτερη σχέση του κρητικού ποιήματος με μια συγκεκριμένη κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, αυτή των μοιρολογιών. Με βάση τον προφανή διάλογο ανάμεσα στο έντεχνο κείμενο και το δημοτικό μοιρολόι προτείνεται η χρήση του όρου «δυστοπία» η οποία αναφέρεται στη σύσταση ενός ζοφερού ποιητικού κόσμου στον οποίο οι ήρωες επιλέγουν να αυτοεξοριστούν αφού βιώσουν την τραγική απώλεια του αγαπημένου προσώπου.
Έρωτας και θάνατος συγκροτούν το βασικό θεματικό ζεύγος επάνω στο οποίο δομείται η αφήγηση της Βοσκοπούλας. Η μελέτη της αφηγηματικής οργάνωσης του ποιητικού λόγου έδειξε πως η Βοσκοπούλα δομείται σε τρία μέρη, στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της θέσης για τις ιδιαίτερες λογοτεχνικές ικανότητες του ανώνυμου ποιητή. Η τριμερής αυτή δομή συντίθεται στη βάση επιμέρους επεισοδίων των οποίων η σχέση εξετάζεται με βάση τις έννοιες της κυκλικότητας και της επαναληπτικότητας. Τέλος, το κρητικό ποίημα συνεξετάζεται με πλειάδα ευρωπαϊκών ποιημάτων. Ξεκινώντας από τις pastorelas του Marcabru και φθάνοντας στην ποίηση των Cavalcanti και Marino υποδεικνύεται ότι η Βοσκοπούλα δεν είναι προϊόν μίμησης καμίας pastorella και κανενός ιταλικού ειδυλλίου. Αν και ο αρχικός locus amoenus και η αρχική περιγραφή μιας «pastorella angelicata» κατηύθυναν την έρευνα προς την ευρωπαϊκή ποίηση, εντούτοις η ιστορία της Βοσκοπούλας, η ιστορία ενός ατυχούς έρωτα ο οποίος εξελίσσεται στο χρόνο, με αρχή, μέση και τέλος, αποδεικνύουν τη μοναδικότητα του κρητικού ποιήματος.
Το μεθοδολογικό υπόβαθρο της παρούσας διατριβής είναι ερμηνευτικής και συγκριτικής τάξεως. Η συγκριτική εξέταση του ποιήματος τόσο με εικαστικά έργα της εποχής όσο και με ποιητικά έργα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης βοήθησαν στο να αποκατασταθεί η κυρίαρχη γνώμη για την έλλειψη πρωτοτυπίας της Βοσκοπούλας. Στην απόδειξη της πρωτοτυπίας του κρητικού ποιήματος συνέβαλε και η συνανάγνωσή του με το δημοτικό τραγούδι.
Η συμβολή της παρούσας εργασίας έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχει ως τώρα διερευνηθεί συστηματικά το κρητικό ποίημα ούτε στη σχέση του με την ευρωπαϊκή ποίηση ούτε με την ελληνική ποιητική παράδοση. Ουσιαστικά η Βοσκοπούλα είναι το ποίημα της κρητικής ποίησης της ακμής που αδικήθηκε πιο πολύ. Η διατριβή αυτή είναι μια προσπάθεια να υποδειχθεί η ποιητική αξία της Βοσκοπούλας και το εύρος των φιλολογικών θεμάτων που την αφορούν έτσι ώστε να προωθηθεί η επιστημονική έρευνα. This thesis aims at presenting and interpreting the Cretan Shepherdess (Βοσκοπούλα), poem of anonymous breeder that belongs to the heyday of the Cretan Renaissance and which was first published in 1627.
The poem is examined both from the perspective of narrative organization and the particular plot of which refers to a long tradition of European texts of the Middle Ages and Renaissance. In connection always with the European poetic context, in which the Cretan poem refers, this thesis tries to solve interpretative questions that the text displays. Analogies and differences among the Shepherdess and corresponding European poems is the basic investigative axle which leads to the suggestion that the Shepherdess is a unique text in Greek letters and, surprisingly, has not received the due attention. Furthermore, the thesis explores the relationship among the Cretan poem and the pastoral episode in Erotokritos and supports the idea that Kornaros already knew the Shepherdess and converses with her. As for the vernacular variants of Shepherdess the thesis suggests a clear division into three types and qualifies the importance of a particular variation which preserves passages that resolve problems of interpretation of the text of the edition of 1627. The joint examination of the Cretan poem and the folk song suggests a special relationship of the Cretan poem to a particular type of folk songs, that of lament. Based on the obvious dialogue between Shepherdess and the folk lament songs the thesis suggests the use of the term "dystopia" which refers to the establishment of a grim poetic world in which the heroes choose to exile after experiencing the tragic loss of the beloved one.
Love and death constitute the main thematic pair upon which is structured the narrative of the Shepherdess. The study of the narrative structure of the poem showed that Shepherdess is organized in three parts, a fact that militates in favor of the post for the particular literary skills of the anonymous poet. The tripartite structure is synthesized based on individual episodes whose relationship is examined based on the concepts of circularity and repeatability.
Finally, the Cretan poem is read together with a range of European poetry. Starting from pastorelas of Marcabru and reaching the poetry of Cavalcanti and Marino is clearly indicated that the Shepherdess is not the product of any imitation of pastorella and of no Italian romance. Although the original locus amoenus and the initial description of a «pastorella angelicata» directed research towards European poetry, however, the story of the Shepherdess, the story of an unhappy love which evolves in time, with a beginning, middle and end, proves the uniqueness of the Cretan poem.
The methodological background of this thesis is interpretive and comparative as well. The comparative examination of the poem both with artworks of the time and with poems of the Middle Ages and Renaissance helped to restore the dominant opinion on the lack of originality of the Shepherdess. In proving of the originality of the Cretan poem also contributed the comparison with folk songs.
The contribution of this work lies in the fact that until now there has been no thoroughly exploration of the Cretan poem nor of its relationship with the European poetry nor with the Greek poetic tradition. Essentially the Shepherdess is the poem of Cretan poetry of acne that is injusticed the most. This thesis is an attempt to indicate the poetic value of Shepherdess and the range of literary topics that concern the Cretan poem so as to promote scientific research furthermore.