Diagnosing specific language impairment : the case of Cypriot Greek

View/ Open
Date
2013-12Author
Theodorou, Eleni D.Publisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών / University of Cyprus, Faculty of HumanitiesPlace of publication
ΚύπροςCyprus
Google Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Η παρούσα διατριβή διερευνά τη γλωσσική ανάπτυξη των Εληνοκυπριόπουλων με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ). Η διατριβή πραγματεύεται δύο ζητήματα. Αρχικά επικεντρώνεται στον τρόπο εντοπισμού των παιδιών που παρουσιάζουν ΕΓΔ χρησιμοποιώντας διάφορα διαγνωστικά εργαλεία, τα οποία δεν είναι ακόμα σταθμισμένα αλλά που χρησιμοποιούνται ευρέως από τους λογοθεραπευτές στην Κύπρο. Αυτά τα εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν ούτως ώστε να εντοπιστούν τα παιδία με ΕΓΔ, ενώ έπειτα αξιολογήθηκε η εγκυρότητα της χρήσης τους (και των μερών τους) στην διαδικασία εντοπισμού της διαταραχής. Δεύτερο, τα παιδιά τα οποία διαγνώστηκαν με ΕΓΔ εξετάστηκαν περαιτέρω, με σκοπό τον καθορισμό πιθανών κλινικών δεικτών για την ΕΓΔ στην Κυπριακή Ελληνική. Συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν η κατανόηση και η παραγωγή των αναφορικών προτάσεων, η χρήση της κλιτικής αντωνυμίας όπως επίσης και η επανάληψη προτάσεων.
Σ’ αυτή τη μελέτη συμμετείχαν τριάντα οκτώ «μονόγλωσσα» Ελλήνοκυπριόπουλα ηλικίας 5 έως 9 ετών. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες μελέτης: η μια ομάδα συμπεριελάμβανε τα παιδιά με ΕΓΔ και η δεύτερη, που αποτελούσε την ομάδα ελέγχου, συμπεριελάμβανε τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά όμοιας χρονολογικής ηλικίας με τα παιδιά με ΕΓΔ.
Όσον αφορά τα αποτελέσματα της μελέτης, συνοπτικά αναφέρω ότι η επίδοση των Ελληνοκυπριόπουλων με ΕΓΔ είναι χαμηλότερη από αυτή των συνομηλίκων τους με τυπική γλωσσική ανάπτυξη στην πλειοψηφία των διαγνωστικών εργαλείων που εξετάστηκαν. Όσον αφορά τη διαγνωστική εγκυρότητα των δοκιμασιών, η ανάλυση έδειξε ότι πολλές από τις γλωσσικές δοκιμασίες είναι επαρκώς έγκυρες, ωστόσο παρατηρείται διακύμανση μεταξύ των επιπέδων ακρίβειας και ευαισθησίας, ενώ ο συνδυασμός όλων των γλωσσικών εργαλείων που χορηγήθηκαν επιτυγχάνει την κατάταξη των παιδιών στις ομάδες που συμπεριελήφθησαν (με και χωρίς ΕΓΔ).
Το δεύτερο μέρος της διατριβής το οποίο διερευνά πιθανούς κλινικούς αποκάλυψε ότι η παραγωγή αναφορικών προτάσεων υποκειμένου θα μπορούσε να είναι ένα κλινικός δείκτης, διότι η διακριτική δύναμη του έργου χαρακτηρίστηκε ως ικανοποιητική. Ελέγχθηκε επίσης η εγκυρότητα ως κλινικός δείκτης της παραγωγής αναφορικών προτάσεων αντικειμένου. Όμως, αν και διαφάνηκε ότι η μέτρηση ήταν ευαίσθητη, το επίπεδο ακρίβειας ήταν χαμηλό. Έπειτα, αναλύθηκε στατιστικά ο συνδυασμός των δραστηριοτήτων που αφορούν την παραγωγή αναφορικών προτάσεων υποκειμένου και αντικειμένου. Ο συνδυασμός βελτίωσε το γενικό επίπεδο εγκυρότητας σε ικανοποιητικό (πολύ κοντά στο καλό).
Σε σχέση με τις κλιτικές αντωνυμίες, δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τυπικά αναπτυσσόμενων παιδιών και τα παιδιών με ΕΓΔ. Ως εκ τούτου, τα ευρήματα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρήση των κλιτικών (στην υπό εξέταση δομή) ως δείκτη για την ΕΓΔ. Αναφορικά με την επανάληψη προτάσεων, η παρούσα μελέτη εισηγείται ότι θα μπορούσε να είναι κλινικός δείκτης για την ΕΓΔ, δεδομένου του ότι εντοπίζει αποτελεσματικά τα παιδιά με τη διαταραχή, ακόμη και αν δεν είναι αρκετά ευαίσθητο στο να εντοπίζει τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά.
Εν κατακλείδι, η διατριβή αυτή συνδέει την έρευνα και την κλινική πρακτική. Οι λογοθεραπευτές καθώς επίσης και οι ερευνητές των βιολογικών και γνωστικών θεμελιωδών χαρακτηριστικών της γλώσσας, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της έρευνας, μπορούν να προχωρήσουν σε μια ακριβέστερη διάγνωση της ΕΓΔ στην Κυπριακή Ελληνική. Περαιτέρω, εφαρμόζοντας τα κύρια αποτελέσματα της διατριβής, τόσο οι κλινικοί όσο και οι ερευνητές μπορούν να υιοθετήσουν την «τεκμηριωμένη πρακτική», η οποία είναι απαραίτητη στη σύγχρονη κλινική διαδικασία. This thesis investigates the linguistic development of Greek Cypriot children with Specific Language Impairment (SLI). In particular, it investigates two major issues. The first focuses on the identification of children with SLI using various diagnostic tests which are not (yet) standardized but used widely by speech and language therapists in Cyprus. These tests were used in order to identify children as having SLI as well as to evaluate the validity of using (parts of) the particular tests in a screening procedure. Second, the children who had been diagnosed as language-impaired were investigated further in order to discern potential clinical markers for SLI in Cypriot Greek. Specifically, the comprehension and the production of relative clauses, the productive use of object clitic pronouns as well as sentence repetition were investigated.
Thirty-eight ‘monolingual’ Greek Cypriot children aged 5 to 9 years participated in this study. The children were divided into two study groups: a group including children with SLI and a chronological age-matched control group.
The study showed that Greek Cypriot children with SLI perform lower than their age-matched peers with typical language development on the majority of the language tests under consideration. With regard to the diagnostic accuracy of the tests, the analysis revealed that many of the language tests are sufficiently accurate; however, variation between the specificity and sensitivity levels of different instruments is observed, while the combination of all the tests used achieves an accurate classification of children with and without SLI. The second part of the thesis which explores potential clinical markers showed that subject relative production could be a clinical marker because the discriminant power of the task was characterized as fair in terms of sensitivity and specificity. The accuracy of the production of object relatives as a clinical marker for SLI was also checked; however, even though the measure is sensitive, the specificity level is low. A combination of subject and object relative production measures was statistically analyzed in order to be evaluated in terms accuracy levels for the identification of SLI. The combination has increased the overall accuracy level to fair (very near to good). As for clitics, no significant differences were found between typically developing children and children with SLI. Therefore, current findings cannot justify the use of clitics (in the tested structure) as a proper indicator of SLI. Concerning the sentence repetition task, the present study suggests that it could be a potential clinical marker for SLI, given the fact that it discriminated effectively the impaired children, even if not sensitive enough to discriminate typically developing children.
Overall, this thesis links research and clinical practice. Speech and language therapists as well as researchers into the biological and cognitive underpinnings of language, taking into account the research results, can proceed to an accurate diagnostic procedure of SLI in Cypriot Greek. Further, applying the main results of this thesis, clinicians and researchers can appeal to the adoption of evidence-based practice, which is essential in modern clinical procedure.