Όψεις της οθωμανικής επαρχιακής διοίκησης του 17ου αιώνα : η περίπτωση της Κύπρου
View/ Open
Date
2019-05Author
Λεπίδα, Στυλιανή Ν.Advisor
Σταυρίδης, ΘεοχάρηςPublisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών / University of Cyprus, Faculty of HumanitiesPlace of publication
ΚύπροςGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Η μελέτη της οθωμανικής επαρχιακής διοίκησης του 17ου αιώνα είναι, σε μεγάλο βαθμό, συνυφασμένη με την πορεία της κεντρικής διοίκησης και με τη μεταξύ τους σύνδεση. Η υπόρρητη, ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, πολιτική αστάθεια σε επίπεδο κεντρική διοίκησης, γίνεται εμφανής πια στην πορεία του 17ου αιώνα και αποδεικνύεται πρωτίστως από τη συχνή εναλλαγή προσώπων στα υψηλότερα επίπεδα της εξουσίας, τόσο των ίδιων των σουλτάνων όσο και των μεγάλων βεζίρηδων.
Σταδιακά, η επαρχία γίνεται ο άμεσος αποδέκτης του διοικητικού φορτίου, το οποίο μετατοπίζεται από το κέντρο στην περιφέρεια, συμπαρασύροντας τις παθογένειες της κεντρικής διοίκησης, όπως τους κραδασμούς του τιμαριωτικού συστήματος και τους πειραματισμούς του κέντρου με τα διάφορα συστήματα επαρχιακής διοίκησης και συλλογής των φόρων. Η οθωμανική επαρχία διαμορφώνεται και εξελίσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο πολλών παραμέτρων, που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από ιδιόμορφες περιβαλλοντικές συνθήκες, δυσμενείς ως επί το πλείστον, πτώση στα δημογραφικά, αλλαγές στην αγροτική καλλιέργεια, φορολογική πίεση, αστάθεια στο νόμισμα και τις τιμές των προϊόντων, αλλαγές στον επαρχιακό στρατό.
Ο 17ος αιώνας, προσεγγίζεται μέσα από την περίπτωση της Κύπρου με γνώμονα την επαρχιακή διοίκηση και τη σχέση της με την κεντρική διοίκηση. Ως εκ τούτου ερευνώνται πτυχές της οθωμανικής επαρχιακής διοίκησης της Κύπρου που δύνανται να αναδείξουν αυτό το πλαίσιο αλληλεπίδρασης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, τα αντανακλαστικά της επαρχιακής και κεντρικής διοίκησης στις προκλήσεις του δεδομένου τόπου και χρόνου και φυσικά οι σχέσεις μεταξύ διοικούντων και διοικούμενων σε μια οθωμανική επαρχία αρκετά απομακρυσμένη από το κέντρο της αυτοκρατορίας, όπως η Κύπρος, και κατά τη διάρκεια μιας περιόδου πολιτικής αστάθειας όπως ο 17ος αιώνας.
Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ο οποίος ξεκινά ουσιαστικά από τα τέλη του 16ου αιώνα, και συγκεκριμένα μεταξύ των δεκαετιών 1580-1590, και ολοκληρώνεται με το τέλος του διοικητικού καθεστώτος του Καπουδάν Πασά το έτος 1703, η επαρχία της Κύπρου διανύει τον πρώτο αιώνα οθωμανικής διοίκησης. Η περίοδος που ακολούθησε την κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς (1571) συνιστά μια προπαρασκευαστική περίοδος, όσον αφορά την οθωμανική διοίκηση στην Κύπρο, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτά πραγματώθηκαν με μεθοδικότητα τα πρώτα βήματα της οθωμανικής διοίκησης, ήδη από τον πρώτο χρόνο κατάληψης του νησιού και δεδομένου του μεταπολεμικού κλίματος, δίνοντας τη σκυτάλη της διοίκησης στον 17ο αιώνα.
Ο 17ος αιώνας σηματοδοτεί για το νησί μια περίοδο ποικίλων δυσκολιών για τους διοικούμενους, οι οποίοι επεδίωκαν με κάθε μέσο την επαφή με την κεντρική διοίκηση και την ενημέρωση του σουλτάνου για τα κακώς κείμενα της διοίκησης στο νησί. Η οργάνωση της φορολογίας και ειδικά του κεφαλικού φόρου (cizye), οι περιβαλλοντικές δυσμένειες και η φορολογική πίεση εκ μέρους των τοπικών οθωμανικών αρχών είναι οι συνηθέστεροι λόγοι επικοινωνίας της επαρχίας με το κέντρο, και αντίστροφα των διαταγών του σουλτάνου προς την επαρχία Κύπρου. Ωστόσο εντοπίζει κανείς ένα λειτουργικό κενό μεταξύ των επιταγών του κέντρου και της εφαρμογής τους σε επαρχιακό επίπεδο, αν κρίνει κανείς από την επανάληψη των διαταγών αλλά και την διαιώνιση των προβλημάτων. Η σταθερά πτωτική πορεία στον αριθμό των φορολογουμένων του cizye αλλά και στον συνολικό αριθμό των κυπριακών χωριών, μαρτυρούν αυτή τη δυσλειτουργία σε διοικητικό επίπεδο, σε συνδυασμό ενδεχομένως με τον αστάθμητο περιβαλλοντικό παράγοντα, εγείροντας ποικίλα ερωτήματα. The study of the 17th-century Ottoman provincial administration is largely interwoven with the course of the central administration and the connection between them. The emerging political instability at a central government level as early as the late 16th century is easily perceived during the 17th century and evidenced primarily by the frequent rotation of persons at the highest levels of the central administration (by both sultans and grand viziers).
Gradually, the province becomes the direct recipient of the administrative burden, shifting from the center to the periphery, providing the pathogens of the central administration, such as the vibrations of the timar system and the center's experimentation with the various local administration and tax collection systems. The Ottoman province is shaped and evolving within a framework of many parameters, characterized, amongst others, by peculiar environmental conditions, which are mostly unfavorable to demographic developments, changes in agricultural crops, tax pressure, volatility in currency and market pricing, changes in the provincial army.
The 17th century is approached through the case of Cyprus in the direction of the provincial administration and its relationship with the central administration. In this context aspects of the Ottoman provincial administration in Cyprus, which can highlight this framework of interaction between the center and the periphery, the reflexes of the provincial and central administration to the challenges of the given place and time, and of course the relations between administrators and the subjects in an Ottoman province far removed from the center of the empire, such as Cyprus, and during a period of political instability such as the 17th century, are therefore being investigated.
During the 17th century, which basically starts from the late 16th century, namely between the decades of 1580-1590, and ends with the end of the administrative regime of Kapudan Pasha in 1703, the province of Cyprus is in the first century Ottoman administration. The period following the occupation of the island by the Ottomans (1571) is a preparatory period for the Ottoman administration in Cyprus, during which the first steps of the Ottoman administration were carried out methodically, already from the first year of its occupation and given the post-war conditions.
The 17th century marks a period of various difficulties for the island and its native inhabitants, who sought by all means a contact with the central administration. The administration of taxation, especially of the poll tax (cizye), the environmental discomfort and the tax pressure on the part of the local Ottoman authorities, are the most common reasons of the province's communication with the center, and vice versa, as it is shown by the sultan's orders sent to the province of Cyprus. However, one finds a functional gap between the center's orders and their application at a provincial level, judging from the repetition of these orders but also the perpetuation of the problems. The steady downward rate in the number of the cizye taxpayers as well as in the total number of Cypriot villages probably indicates an administrative malfunction, which is affected possibly by the unpredictable environmental factor, raising various questions.