Functional versus dysfunctional coping with physical and emotional pain: An experimental comparison of acceptance versus avoidance strategies and precision evaluation of ambulatory psychophysiological equipment
Date
2023-03-28Publisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής / University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and EducationPlace of publication
CyprusGoogle Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Η αποτελεσματική διαχείριση του πόνου είναι μεγάλης σημασίας, καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό αυξημένης λειτουργικότητας και ευεξίας. Υπάρχουν δύο τύποι πόνου, ο σωματικός και ο συναισθηματικός πόνος. Η τεχνική της αποδοχής έχει προταθεί ως μια λειτουργική στρατηγική διαχείρισης ανεπιθύμητων εσωτερικών εμπειριών ενώ η αποφυγή ως δυσλειτουργική στρατηγική. Η Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης (ΘΑΔ) δίνει έμφαση στη χρήση στρατηγικών αποδοχής και προτείνει ότι οι στρατηγικές αποφυγής όταν χρησιμοποιούνται χωρίς ευελιξία αποτελούν σημαντικό μέρος του προβλήματος. Αν και υπάρχει πληθώρα ερευνών που υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα της ΘΑΔ στις χρόνιες παθήσεις, περισσότερη εμπειρική έρευνα χρειάζεται στη σύγκριση της αποδοχής έναντι της αποφυγής στη διαχείριση του πόνου, όχι μόνο με μετρήσεις αυτο-αναφοράς αλλά και με ψυχοφυσιολογικές μετρήσεις. Η παρούσα διατριβή αποτελείται από τρεις πειραματικές μελέτες που εξέταζαν τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχοντες διαχειρίζονταν επώδυνες αισθήσεις κατά τη διάρκεια πρόκλησης σωματικού και συναισθηματικού πόνου. Στην πρώτη μελέτη (Ν=43, 86% γυναίκες, Μηλικίας=21.37), συγκρίθηκαν τα ψυχοφυσιολογικά δεδομένα (επίπεδο αγωγιμότητας δέρματος (ΕΑΔ), καρδιακός ρυθμός (ΚΡ), μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού (ΜΚΡ)) μιας φορητής συσκευής (Microsoft band 2) με αυτά της σταθερής συσκευής (Biopac), σε πείραμα πρόκλησης φυσικού πόνου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο ΚΡ και η ΜΚΡ (μέσος δείκτης RR) της φορητής συσκευής είχαν ισχυρή συσχέτιση και ψηλή συμφωνία με εκείνους της σταθερής συσκευής. Οι μελέτες 2 (Ν=88; 76% γυναίκες; Μηλικίας=21.33) και 3 (Ν=88; 82% γυναίκες; Μηλικίας=21.75) σύγκριναν τις τεχνικές αποδοχής και αποφυγής στη διαχείριση σωματικού και συναισθηματικού πόνου, εντός και μεταξύ των ατόμων, χρησιμοποιώντας ψυχοφυσιολογικές (με τη χρήση σταθερών και φορητών συσκευών) και μετρήσεις αυτο-αναφοράς. Στη μελέτη 2, χρησιμοποιήθηκαν επιπρόσθετα συμπεριφορικές μετρήσεις. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη 2 συμμετείχαν σε πείραμα βύθισης χεριού σε παγωμένο νερό ενώ στη μελέτη 3 συμμετείχαν σε πείραμα αναβίωσης επώδυνου προσωπικού γεγονότος και ενός επώδυνου σταθμισμένου σεναρίου. Και στα δύο πειράματα, διαπιστώθηκε ότι μεταξύ των ατόμων, η αποδοχή κατέδειξε χαμηλότερη ψυχοφυσιολογική ενεργοποίηση (ΚΡ, μέσος RR ΜΚΡ) από την αποφυγή αλλά μόνο στη τελευταία φάση πρόκλησης πόνου. Επιπλέον, εντός των ίδιων ατόμων, όταν χρησιμοποιούσαν πρώτα την αποφυγή και μετέπειτα την αποδοχή είχαν χαμηλότερο ΚΡ και υψηλότερη ΜΚΡ (μέσος RR) στη πάροδο του χρόνου και σε σύγκριση με τα άτομα που τις χρησιμοποιούσαν αντίστροφα. Επίσης, στη μελέτη 2, οι συμμετέχοντες που χρησιμοποιούσαν πρώτα αποφυγή και μετά αποδοχή εμφάνισαν υψηλότερη ανοχή στον πόνο στη πάροδο του χρόνου. Τα αποτελέσματα για την ΕΑΔ και τη μέτρηση αυτο-αναφοράς του αρνητικού συναισθήματος δεν ήταν στατιστικά σημαντικά. Δυσκολίες τήρησης των οδηγιών αποδοχής βρέθηκαν και στα δύο πειράματα. Συνολικά, τα ευρήματα υποστηρίζουν τη ΘΑΔ, καθώς για να κατανοήσει ένα άτομο τι λειτουργεί καλύτερα στη διαχείριση του πόνου, χρειάζεται να χρησιμοποιήσει πρώτα μια αναποτελεσματική τεχνική διαχείρισης (αποφυγή). Η αποδοχή βρέθηκε να είναι μια υποσχόμενη τεχνική διαχείρισης του παροδικού πόνου, ωστόσο για να χρησιμοποιηθεί και να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα, τα άτομα χρειάζονται πιο εκτεταμένη εμπειρία με την τεχνική. Επιπλέον, η αποδοχή βρέθηκε να επηρεάζει πρωτίστως τους εσωτερικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης πόνου και δευτερεύων την υποκειμενική εμπειρία του πόνου. Συστήνεται στους ερευνητές η χρήση των ψυχοφυσιολογικών δεικτών ΚΡ και ΜΚΡ παρά του ΕΑΔ, καθώς διαπιστώθηκε ότι είναι ισχυρότεροι στην ένδειξη διαφορών στις τεχνικές διαχείρισης πόνου. Effectively coping with pain is crucial as it is a hallmark of successful functioning and increased well-being. There are two types of pain experiences, physical and emotional pain. Acceptance has been suggested as a functional coping strategy of unwanted internal experiences whereas avoidance as a dysfunctional strategy. Acceptance and Commitment Therapy (ACT) emphasizes the utility of acceptance-based strategies and proposes that avoidance strategies when used inflexibly, constitute a major part of the problem. Although there is a great amount of research supporting the effectiveness of ACT on chronic pain, more empirical research is needed examining acceptance vs. avoidance coping with pain, not only with self-reported but also with physiological measures. The present thesis consisted of three experimental studies examining the way that participants managed painful sensations during physical and emotional pain induction tasks. In the first study (n=43; 86% female; Mage=21.37), we compared physiological data (skin conductance level (SCL), heart rate (HR), heart rate variability (HRV)) of a wearable device (Microsoft band 2) to those of a stationary device (Biopac), in an experimental pain induction paradigm. It was found that HR and HRV (mean RR index) of the wearable device were strongly correlated and showed high agreement with those of the stationary equipment. Studies 2 (n=88; 76% females; Mage=21.33) and 3 (n=88; 82% females; Mage=21.75) compared acceptance vs. avoidance coping with physical and emotional pain, both between and within-group, using physiological (assessed with both stationary and wearable devices) and self-report measures. In study 2, behavioral measures were also utilized. Participants in study 2 underwent a physical pain induction using the Cold Pressor Task whereas in study 3 underwent an emotional pain induction involving negative autobiographical recall and a painful standardized script. In both experiments, it was found that across individuals, acceptance was associated with lower physiological activation (HR, mean RR HRV) than avoidance but only during the last pain induction. Additionally, within-individuals examination showed that when participants first used avoidance and then acceptance coping resulted in lower HR and greater HRV (mean RR index) across time and when compared to those using them in the reverse order. Study 2 also found that participants using first avoidance and then acceptance exhibited significantly higher pain tolerance across time. Results for SCL and for the self-report of negative affect were non-significant. Adherence difficulties to acceptance instructions were reported in both experiments. Overall, our findings lent support to ACT, as participants might have to use firstly ineffective coping (avoidance) to understand what works best to cope with pain. Acceptance appears to be a promising coping technique for acute pain management, however in order to be utilized and result in beneficial outcomes, it appears that individuals need more extensive experience with the technique. Acceptance is suggested to influence primarily the internal mechanisms underlying coping with pain, and subsequently the subjective experience of pain. When utilizing physiological measures in experimentally induced pain, researchers are recommended to preferably utilize HR and HRV than SCL as they were found to be better indicators of coping with pain differences.