The voice of adolescent girls at the edge of schooling : an ethnographic approach
View/ Open
Date
2020-11Author
Iacovou, Maria D.Advisor
Phtiaka, HelenPublisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής / University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and EducationPlace of publication
ΚύπροςCyprus
Google Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Φαινόμενα όπως οι αδικαιολόγητες σχολικές απουσίες (ΑΣΑ) δείχνουν ότι η εκπαίδευση δε θεωρείται από κάθε μαθητή/τρια ως εγγενώς καλή. Κατά συνέπεια, σε ένα πλαίσιο δημοκρατικής, ενιαίας εκπαίδευσης, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη πιο φιλόξενων εκπαιδευτικών δομών. Με μαθητές ως ενεργούς συμμετέχοντες, αυτή η έρευνα μελέτησε το φαινόμενο των ΑΣΑ, δίνοντας φωνή σε μια διπλά περιθωριοποιημένη ομάδα συμμετεχόντων, δηλαδή σε κορίτσια μιας Κυπριακής Τεχνικής και Επαγγελματικής Σχολής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΤΕΣΕΚ).
Η έρευνα ακολούθησε ποιοτική, εθνογραφική προσέγγιση. Η έρευνα διεξήχθη σε μια ΤΕΣΕΚ όπου δούλευα ως καθηγήτρια. Η έρευνα συνέκλινε σταδιακά σε μια τάξη δέκα κοριτσιών, τις οποίες ακολούθησα στενά κατά τη διάρκεια των τριών ετών της εκπαίδευσης και κατάρτισής τους. Οι ερευνητικές ερωτήσεις περιελάμβαναν τις σχολικές εμπειρίες των κοριτσιών, τα πρότυπα αντίστασής τους, τους παράγοντες που προκαλούν τις αδικαιολόγητες σχολικές απουσίες και το πώς αντιλαμβάνονται το κόστος και τα οφέλη της απόφασής τους να παραμείνουν εκτός τάξης/σχολείου.
Τα ευρήματα ανέδειξαν ότι ο κοινωνικός τομέας ήταν καθοριστικός για τη διαμόρφωση της σχολικής εμπειρίας των συμμετεχόντων και ότι η φήμη των ΤΕΣΕΚ ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση της ταυτότητας των κοριτσιών. Σημαντικοί παράγοντες που επηρέασαν αυτή τη φήμη ήταν τα διάφορα στερεότυπα της τοπικής κοινωνίας, τα οποία μεταφέρονταν πρόθυμα από τα κορίτσια, ωσάν να βρίσκονταν μέσα σε εικονικές σχολικές τσάντες.
Το να αποδίδονται οι ΑΣΑ σε ενδογενή προβλήματα των μαθητών είναι τουλάχιστον ανεπαρκές, αφού η κουλτούρα του σχολείου ήταν τέτοια που λειτούργησε ως μηχανισμός που χρησιμοποιούσε τις αδικαιολόγητες σχολικές απουσίες για να εξασφαλίσει την επιβίωση συγκεκριμένων ειδικοτήτων. Το εύρημα αυτό αναδεικνύει μια ανθυγιεινότητα και αντι-ρομαντικοποίηση της εκπαίδευσης. Τα ερευνητικά αποτελέσματα ανέδειξαν ουσιαστικά μια κουλτούρα ανταλλαγής αγαθών, η οποία μπορεί να συγκριθεί με οικονομικούς όρους. Πιο συγκεκριμένα, τα κορίτσια διαπραγματεύονταν τις αδικαιολόγητες απουσίες τους, καθώς η επιείκεια όσον αφορά τις υπερβολικές ΑΣΑ ήταν για αυτές ένα επιθυμητό αντιστάθμισμα, με αντάλλαγμα την επιλογή εκ μέρους τους συγκεκριμένων ειδικοτήτων της ΤΕΣΕΚ, ακόμα κι αν δεν ήταν αυτές που πραγματικά τις ενδιέφεραν. Αυτό φαίνεται να ήταν μια καθοριστική πτυχή θεώρησης της μόρφωσής τους ως ανούσιας, η οποία με τη σειρά της ήταν μια από τις αιτίες των ΑΣΑ. Οι παράπλευρες ζημίες ήταν τεράστιες όσον αφορά το πώς τα κορίτσια αντιλαμβάνονταν το σκοπό της εκπαίδευσης, τη διαιώνιση της αρνητικής φήμης των ΤΕΣΕΚ και την αναπαραγωγή των ίδιων των εκπαιδευτικών τους ταυτοτήτων.
Η ιδέα της ‘εικονκής τσάντας’ χρησιμοποιήθηκε για να συγκεντρώσει τις έννοιες και τις ιδέες που συνθέτουν τα κύρια ευρήματα αυτής της διατριβής: τα κορίτσια, ως δρώντα υποκείμενα, κουβαλούσν μέσα στις εικονικές τους τσάντες και χρησιμοποιούσαν αγαθά που τους δόθηκαν για να διαμορφώσουν τις δικές τους πράξεις, αλλά αυτά τα αγαθά ήταν συχνά ανθυγιεινά. Το επακόλουθο αντάλλαγμα ήταν εξίσου ανθυγιεινό, όχι πάντα ως μορφή αντίστασης, αλλά κυρίως ως μια επιθυμητή ανταπόδοση των αγαθών που τους δόθηκαν. Αυτή ήταν μια επικίνδυνη μορφή Πύρρειας Νίκης: τα κορίτσια ήταν ιδιαίτερα δημιουργικά υποκείμενα μέσω των υπολογισμών τους και πίστευαν ότι βρίσκονταν σε μια κατάσταση αμοιβαίου όφελους, αλλά αυτό που κατάφεραν να κάνουν στην πραγματικότητα ήταν να αναπαραγάγουν τις κοινωνικές δομές.
Παρά τη ζοφερή εικόνα, τα ερευνητικά αποτελέσματα είναι μια ένδειξη της σημασίας μακροχρόνιων εθνογραφικών ερευνών από καθηγητές-ερευνητές, ως μια μέθοδος διερεύνησης των βασικών στοιχείων ανάπτυξης της ταυτότητας των μαθητών/τριών. Προκειμένου να γίνει αυτό, η κατάρτιση των εκπαιδευτικών είναι ζωτικής σημασίας. Επιπλέον, η περαιτέρω εστίαση στη φωνή των μαθητών/τριών, ειδικά των περιθωριοποιημένων ομάδων, προτείνεται να αποτελέσει ένα ισχυρό μελλοντικό ερευνητικό βήμα για την ανάπτυξη πιο δημοκρατικών και δίκαιων παρεμβάσεων όσον αφορά το χειρισμό των ΑΣΑ. Phenomena like truancy indicate that education is not understood as being inherently good by every student. Consequently, within an Inclusive Education perspective, the development of more welcoming educational practices is crucial. With students as active participants, this study set out to address the phenomenon of truancy, by giving voice to a doubly marginalised group of participants, i.e. girls at a Cypriot VET school.
The research followed a qualitative, ethnographic approach. The site was the VET school where I was working as a teacher. Fieldwork gradually converged to a class of ten girls, whom I shadowed throughout the three years of their upper secondary studies. Research questions involved the girls’ school experiences, patterns of resistance, factors triggering truancy and their calculation of the costs and benefits of their decision to stay out of class/school.
Findings indicate that the social domain was a heavy determinant of school experience and that VET reputation was a determinant of the girls’ vocational identities. Factors affecting this reputation were stereotypes, which were willingly carried by the girls in their virtual handbags.
Findings further suggest that attributing truancy to endogenous problems of the student is insufficient; the school’s culture was such that it worked as a mechanism that used truancy to ensure its survival. This is an aspect which points to an unhealthiness and anti-romanticisation of education. A culture of exchanging commodities was revealed, which bears comparison to economic notions. More specifically, negotiating over their absences was for the girls a cost and benefit calculation, since leniency over excess absences was a desirable trade-off for choosing a specific vocational study area, even if that was not the one they were interested in to begin with. This seems to have been a defining aspect in triggering feelings of meaninglessness over education, which was in turn one of the triggers of truancy. The collateral damages seemed to be massive with regard to the girls’ understanding of the purpose of education, the perpetuation of negative VET reputation and the reproduction of their vocational identities.
The idea of the ‘virtual handbag’ has been used to bring together the concepts and ideas which synthesise the thesis of this dissertation; the girls carried in their virtual handbags and utilised resources given to them in order to shape their own actions, but these resources were often unhealthy. The girls’ subsequent interchange of the resources given to them was equally unhealthy, not always as a form of resistance, but as an eager reciprocation of the commodities been given to them. This was a dangerous form of pyrrhic victory; the girls were particularly creative agents through their cost and benefit calculations and believed that they were in a win-win situation, but what they managed to do instead, was to reproduce social structures.
Despite the gloomy picture, the findings are an indication of the importance of longer lasting ethnographic research undertaken by teachers-researchers, as a method of delving into the underpinnings of students’ identity formation. In this process, teacher training is vital. Moreover, further focusing on students’ voice, especially of marginalised groups, is proposed to be a powerful future research step for the development of more inclusive understandings and interventions to truancy.