Εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα και θρησκευτική αγωγή
Date
2020-09Author
Γεωργίου, Αναστάσιος Κ.Advisor
Φωτίου, ΣταύροςPublisher
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής / University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and EducationPlace of publication
ΚύπροςCyprus
Google Scholar check
Keyword(s):
Metadata
Show full item recordAbstract
Η Θρησκευτική Αγωγή αποτελεί ένα σημαντικό μέρος των Αναλυτικών Προγραμμάτων πολλών χωρών, καθώς έχει αναγνωριστεί η πολυδιάστατη προσφορά της στην όλη ηθική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών. Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει, ομολογουμένως, ενταθεί το ερευνητικό ενδιαφέρον γύρω από την ποιότητα και αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου μαθήματος. Ερευνητικές εργασίες, αναζητώντας τους παράγοντες εκείνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ποιότητα και αποτελεσματικότητα του μαθήματος, φαίνεται να συμφωνούν ως προς τον ρόλο του εκπαιδευτικού που διδάσκει το μάθημα. Παρά τη συγκεκριμένη επισήμανση, λίγες έρευνες έχουν εκπονηθεί προς την κατεύθυνση αναζήτησης εκείνων των διδακτικών πρακτικών, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποτελεσματική διδασκαλία του μαθήματος.
Η παρούσα έρευνα, έχοντας ως στόχο να καλύψει αυτό το ερευνητικό κενό, προσπαθεί να διερευνήσει την ποιότητα της διδασκαλίας στο μάθημα των Θρησκευτικών και τις επιδράσεις της στην ανάπτυξη των μαθησιακών επιδόσεων των μαθητών, τόσο στον γνωστικό όσο και στον συναισθηματικό τομέα. Συγκεκριμένα, η έρευνα προσπαθεί να δώσει απάντηση σε τρία ερευνητικά ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα αναζητεί εκείνες τις γενικές και ειδικές διδακτικές πρακτικές, που ένας εκπαιδευτικός εφαρμόζει κατά τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, και οι οποίες φαίνεται να λειτουργούν προσθετικά στο ζητούμενο της αποτελεσματικότητας. Το δεύτερο ερώτημα διερευνά τον βαθμό και το επίπεδο συσχέτισης ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα ενός εκπαιδευτικού κατά τη χρήση των γενικών διδακτικών πρακτικών και στην αποτελεσματικότητά του κατά τη χρήση των ειδικών διδακτικών πρακτικών. Τέλος, το τρίτο ερώτημα διερευνά κατά πόσο ένας εκπαιδευτικός που είναι αποτελεσματικός στη βελτίωση των μαθησιακών επιδόσεων των μαθητών στον γνωστικό τομέα του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι εξίσου αποτελεσματικός και στη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στον συναισθηματικό τομέα.
Για να απαντηθούν τα συγκεκριμένα ερωτήματα, η έρευνα προχώρησε σε συγκεκριμένη ερευνητική μεθοδολογία. Με στόχο να μετρήσει τις μαθησιακές επιδόσεις των μαθητών στον γνωστικό και τον συναισθηματικό τομέα του μαθήματος των Θρησκευτικών, προχώρησε σε αρχική και τελική αξιολόγηση 684 μαθητών Στ΄ τάξης Δημοτικού, με τη χρήση δοκιμίου αξιολόγησης. Στη συνέχεια πραγματοποίησε τρεις παρακολουθήσεις διδασκαλιών για κάθε έναν από τους 32 εκπαιδευτικούς, που συμμετείχαν στην έρευνα. Τα δεδομένα από τις παρατηρήσεις κωδικοποιήθηκαν σε δύο ξεχωριστές κλείδες παρατήρησης, μία χαμηλού και μία υψηλού συμπερασμού, και ακολούθως έτυχαν επεξεργασίας και ανάλυσης.
Τα αποτελέσματα πολυεπίπεδων στατιστικών αναλύσεων έδειξαν, πρώτον, πως όλοι οι γενικευμένοι παράγοντες του Δυναμικού Μοντέλου Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας (ΔΜΕΑ) των Creemers και Kyriakides (2008), καθώς και όλοι οι εστιασμένοι στο μάθημα των Θρησκευτικών παράγοντες εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας, συνεισφέρουν σημαντικά στη βελτίωση των μαθησιακών επιδόσεων των μαθητών τόσο στον γνωστικό όσο και στον συναισθηματικό τομέα. Συνάμα, καταδεικνύεται με τη χρήση του συντελεστή συσχέτισης Pearson r πως ένας εκπαιδευτικός που είναι αποτελεσματικός στη χρήση των γενικών παραγόντων του ΔΜΕΑ είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικός και στη χρήση των ειδικών παραγόντων που αφορούν τα Θρησκευτικά, κάτι που απαντά στο δεύτερο ερευνητικό ερώτημα. Τέλος, στο τρίτο ερευνητικό ερώτημα τα αποτελέσματα πολυμεταβλητών πολυεπίπεδων αναλύσεων δείχνουν ξεκάθαρα πως ένας εκπαιδευτικός με αποτελεσματικότητα στη βελτίωση των μαθησιακών επιδόσεων των μαθητών του στον γνωστικό τομέα, πράττει το ίδιο και στον συναισθηματικό τομέα. Τα αποτελέσματα αυτά βοήθησαν στον σχεδιασμό ενός περιεκτικού και ολιστικού μοντέλου εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας, που αφορά στη διδασκαλία της Θρησκευτικής Αγωγής. Religious Education has been an integral part of different National Curriculum since it admittedly plays an important role in the ethical and spiritual upbringing of children. Over the last three decades, we have witnessed an increase in the research interest around the quality and effectiveness of this course. In an attempt to identify the factors that contribute to the quality and effectiveness of Religious Education researchers point to the role of the teacher teaching the specific course (e.g., his/her teaching style, the strategies and practices he or she is using). In spite of this, very few studies have examined what teaching practices may be contributing to the effective teaching of Religious Education.
Thus, the present dissertation aims to address this gap in the literature by examining the quality of teaching Religious Education and how it influences children’s performance in the cognitive and affective domains. More specifically, this dissertation aims to answer the following three research questions: First, what are the generic and content-specific teaching practices that a teacher is implementing during his/her lessons that jointly affect teaching effectiveness? Second, what is the relation between the effectiveness during the generic practices and the effectiveness during the content-specific practices? Finally, is the teacher who is effective in improving children’s performance in the cognitive domain of the Religious Education course also effective in improving children performance in the affective domain of the course?
To answer these questions, we followed a specific research methodology. First, we measured twice the performance of 684 Grade 6 children in the cognitive and affective domains of the Religious Education course with the help of an assessment test. Next, we performed three observations of religious education lessons (one at each semester) for each one of the 32 teachers that participated in this study. The data from these observations were coded using two different observation instruments (a low inference and a high inference), subsequently used in the analyses.
Results of multilevel analyses showed first that all the generic factors of teaching effectiveness from Creemers and Kyriakides’ (2008) Dynamic Model as well as all the domain factors of teaching effectiveness from the Religious Education course were contributing significantly to the improvement of children’s performance in both cognitive and affective domains of the course. Second, results of correlational analysis (Pearson r) showed strong correlations between the generic factors of the Dynamic Model and the domain factors of the Religious Education course. Finally, through multivariate multilevel analysis we found that teachers who were effective in improving the children’s performance in the cognitive domain were also effective in improving the children’s performance in the affective domain. Taken together, these results have helped us develop a more comprehensive model of teaching effectiveness in the Religious Education course.